
ΔΑΝΕΙΑ ΣΕ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΦΡΑΓΚΟ
Κατά τη διάρκεια των ετών κυρίως 2007 – 2009, αλλά και προγενέστερα και μεταγενέστερα, οι τράπεζες (όχι στο σύνολο τους), προώθησαν τα «δάνεια σε Ελβετικό φράγκο» σε μία περίοδο υψηλής συναλλαγματικής ισοτιμίας Ευρώ/Ελβετικού Φράγκου.
Για την προώθηση τους έλαβαν χώρα εκτεταμένες διαφημιστικές καμπάνιες τόσο με διαφημιστικά φυλλάδια στα καταστήματα των εν λόγω τραπεζών, όπου αναγράφονταν τα πλεονεκτήματα των εν λόγω δανείων, όσο και με πλήθος διαφημιστικών σποτ. Η διαφημιστική τους προώθηση στηρίχθηκε αποκλειστικά στη χαμηλή δόση και στο χαμηλό επιτόκιο λόγω libor.
Κατά την ενημέρωση των υποψηφίων δανειοληπτών (κυρίως στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων), τα στοιχεία που προάγονταν από τους τραπεζικούς υπαλλήλους, εκτός από τη χαμηλή δόση και το χαμηλό επιτόκιο ήταν η «σταθερότητα του CHF, το διεθνές νομισματικό κύρος του ΕΥΡΩ, η διαβεβαίωση ότι η ισοτιμία Ευρώ –Ελβετικού Φράγκου (1.64), θα εξακολουθούσε να κυμαίνεται σε σταθερά υψηλά επίπεδα, όπως έδειχνε η μικρή διακύμανση της ισοτιμίας περί του 5%, μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, την τελευταία τότε 5ετία και περί του 2% την τελευταία 2ετία».
Σημειωτέον ότι, τα εν λόγω δάνεια (κυρίως στεγαστικά) σε συνάλλαγμα CHF, ουδεμία απολύτως σχέση είχαν με τα κοινά (στεγαστικά) δάνεια σε ευρώ, όπως αυτά προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία, διότι ήταν συνδεδεμένα με την ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου. Η απευθείας σύνδεση της οφειλής με την αγορά συναλλάγματος και η επίρριψη του συναλλαγματικού κινδύνου στους δανειολήπτες μετέβαλαν την πρωτογενή συμβατική υποχρέωση των δανειοληπτών, σε μία παροχή ουσιωδώς διάφορη από την πρωτογενή υποχρέωση για επιστροφή του δανείσματος εντόκως που βαραίνει τον οφειλέτη ενός απλού έντοκου δανείου κατά την 806ΑΚ.
Είναι σαφές ότι οι δανειολήπτες στην πραγματικότητα ανέλαβαν και μία επιπρόσθετη υποχρέωση, την υποχρέωση για αγορά συναλλάγματος, προκειμένου να εκπληρώσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις με σημαντικό κίνδυνο για τους ίδιους, τον κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, που μεταβάλλει το κύριο σταθερό στοιχείο της συμβάσεως, ήτοι το ίδιο το κεφάλαιο. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν πρόκειται για αμιγή σύμβαση δανείου, αλλά για μικτή σύμβαση, όπου συνδυάζεται το δάνειο με επένδυση και ως εκ τούτου τα εν λόγω δάνεια προσομοίαζαν στην πραγματικότητα με προϊόντα επενδυτικού χαρτοφυλακίου, διότι ακριβώς ήταν συνδεδεμένα ευθέως με την αγορά συναλλάγματος, αγορά, όπου καθορίζονται οι συναλλαγματικές ισοτιμίες, ήτοι οι μηχανισμοί μέσω των οποίων τα διάφορα νομίσματα συσχετίζονται μεταξύ τους στην παγκόσμια αγορά, παρέχοντας την τιμή του ενός ως προς το άλλο. (ήδη δε, η επενδυτική χροιά των εν λόγω δανείων έχει γίνει αποδεκτή από τις υπ΄αριθμόν ΤριμΕφΠειρ 791/2017, ΤριμΕφΝαυπλίου 457/2017, 356/2018, ΜονΕφΑθ 1611/2017) .
Στην περίπτωση των δανείων αυτών βάσει της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας (Πράξη του Διοικητή της ΤτΕ 2501/2002, κεφ. Β΄ αρ. 2 περ. Χ και Χϊ) οι τράπεζες δια των υπαλλήλων τους, είχαν σαφώς αυξημένη υποχρέωση να παρέχουν επαρκή, ειδική και εξειδικευμένη ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ, η οποία κατ’ ελάχιστον περιλαμβάνει, αφενός τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις και το κεφάλαιο του δανείου, μια ΣΟΒΑΡΗ υποτίμηση του ευρώ ή αντίστοιχα ανατίμηση του ελβετικού φράγκου και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του Ελβετικού φράγκου και αφετέρου τις μεθόδους ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗΣ του συναλλαγματικού αυτού κινδύνου, για να επιτευχθεί ο μεγαλύτερος δυνατός μετριασμός των κινδύνων, προκειμένου οι εκάστοτε δανειολήπτες να είναι σε θέση να λαμβάνουν εμπεριστατωμένες και συνετές αποφάσεις σ’ ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, όπως ο δανεισμός τους.
Λόγω της ελλιπούς ενημέρωσης εκ μέρους των τραπεζών καθώς και των αδιαφανών όρων που περιλαμβάνονταν στις συμβάσεις στην πλειονότητα τους οι δανειολήπτες, είτε το πρώτον συνήπταν δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο κυρίως για την απόκτηση κατοικίας, είτε αντικαθιστούσαν συμβάσεις κυρίως στεγαστικής πίστης σε ευρώ με αυτές του ελβετικού φράγκου. Οι ίδιοι ουδόλως είχαν επίγνωση κατά τη λήψη του εν λόγω δανείου, του μεγάλου κινδύνου που αναλάμβαναν έναντι μιας σοβαρής μεταβολής της ισοτιμίας ευρώ/ελβετικού φράγκου και τον τρόπο που ένα τέτοιο γεγονός, θα μπορούσε να επιδράσει στην αποπληρωμή των δανείων τους και ως εκ τούτου ουδόλως ζητήθηκαν εκ μέρους τους ή προτάθηκαν από τα τραπεζικά ιδρύματα, τρόποι αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, ήτοι τρόποι ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ τους έναντι της μεταβλητότητας του ξένου νομίσματος, προκειμένου να αιτηθούν και να συνάψουν ένα πρόγραμμα ασφάλειας συναλλαγματικού ρίσκου, ώστε να ελαττώσουν ή να εξουδετερώσουν τον κίνδυνο που προκύπτει από μια θέση εκπεφρασμένη σε ξένο νόμισμα.
Στην πορεία άρχισε να μεταβάλλεται σοβαρότατα η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου εις βάρος του ευρώ. Η Ευρώπη βυθίζονταν στην «ελληνική κρίση», που στην πραγματικότητα ήταν ευρωπαϊκή κρίση, το Ευρώ βυθίζονταν έναντι των άλλων νομισμάτων και ιδιαίτερα του ελβετικού φράγκου και οι δόσεις των δανειοληπτών σε συνάλλαγμα και ελβετικό φράγκο αυξάνονταν υπέρογκα (αύξηση κατά μέσο όρο σήμερα 65% περίπου). Το γεγονός αυτό προκάλεσε την παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας, περί τα μέσα Σεπτεμβρίου 2011, η οποία προκειμένου να αναχαιτίσει την δραματική ανατίμηση του ελβετικού φράγκου έθεσε ανώτατη τιμή στην ισοτιμία του νομίσματός τους στο 1,20 έναντι του ευρώ. Ήδη δε, την 15 Ιανουαρίου 2015 εκ μέρους της Ελβετικής Εθνικής Τράπεζας (SΝB) ήρθη ο ως άνω περιορισμός της ισοτιμίας με αποτέλεσμα την πρώτη κιόλας ημέρα η ισοτιμία ελβετικού φράγκου να κατακρημνιστεί μέχρι και στο 0,9948 έναντι του ευρώ και έκτοτε η διακύμανση της είναι ελεύθερη.
Απόρροια όλων των ανωτέρω, ήταν και εξακολουθεί να είναι, οι δανειολήπτες να επιβαρυνθούν σημαντικά, διότι ενώ κατά τον χρόνο υπογραφής των σχετικών συμβάσεων κυρίως το 2007 (όταν ξεκίνησε να διατίθενται μαζικά πλέον στους καταναλωτές αυτό το προϊόν) και εκταμίευσης των σχετικών δανείων, η ισοτιμία Ευρώ/CHF ανέρχονταν σε ποσοστό περίπου 1,65 (ή ελαφρώς μικρότερο ανάλογα το έτος που συνάφθηκε η σύμβαση), στη συνέχεια και με την αλλαγή της ισοτιμίας Ευρώ προς ελβετικό φράγκο οι ανωτέρω δανειολήπτες κλήθηκαν και καλούνται να πληρώσουν πλέον και μία πολύ αυξημένη μηνιαία δόση αλλά και να αποπληρώσουν συνολικό ποσό δανείων κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό που πράγματι δανείστηκαν και εκταμιεύτηκε, δεδομένου ότι η σημερινή συνολική απαίτηση των τραπεζικών ιδρυμάτων κατ’ αυτών σε CHF με χρέωση του αντίστοιχου λογαριασμού με το ισότιμό τους σε Ευρώ, θα πρέπει να υπολογισθεί με την τιμή πώλησης των ελβετικών φράγκων που ισχύει κατά την ημερομηνία καταβολής της σχετικής οφειλής, σύμφωνα με το ημερήσιο δελτίο συναλλάγματος της τράπεζας, η σχετική ισοτιμία του οποίου ανέρχεται σήμερα περίπου στο 0,99697 ή και μικρότερη.
Σε εθνικό επίπεδο, απόφαση σταθμό αποτελεί η υπ’ αριθμ. 791/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, σύμφωνα με την οποία «Για τη θεμελίωση της απαιτούμενης διαφάνειας των σχετικών συμβάσεων απαιτείται η προ της υπογραφής της δανειακής σύμβασης σαφής και εμπεριστατωμένη ενημέρωση των δανειοληπτών για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους μέσω της ευκρινούς διατύπωσης του τρόπου λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, της μεθόδου και των ιδιαιτεροτήτων του μηχανισμού μετατροπής του εγχωρίου νομίσματος σε ξένο, της σχέσης μεταξύ του μηχανισμού αυτού και τυχόν άλλων, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να διαγνώσει εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων, που καλείται να καταβάλει για την αποπληρωμή του δανείου του, όσο και για το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου, σε περίπτωση, που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιείται σε βάρος του πρώτου. Ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο θεώρησε άκυρο τον συγκεκριμένο προδιατυπωμένο όρο και διέταξε όπως οι εφεσίβλητοι οφείλουν να καταβάλλουν μηνιαίες δόσεις σε ευρώ και με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά τον χρόνο εκταμίευσης των δανείων».
Σχετικά, πρέπει να επισημανθεί ότι με τον επίδικο όρο δεν καθίσταται σαφές αν το αντικείμενο της παροχής είναι όντως οφειλή σε συνάλλαγμα (στις περισσότερες συμβάσεις στο σχετικό όρο περιλαμβάνεται η φράση “εφόσον το δάνειο έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα”) [1]. Ανεξάρτητα, όμως, από το αν η εκταμίευση πραγματοποιήθηκε σε συνάλλαγμα ή εγχώριο νόμισμα, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ερμηνευτικά σημαντικά στοιχεία (το σκοπό και τη φύση της σύμβασης, την ανάγκη προστασίας του καταναλωτή, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 εδ. α Ν.2251/1994 αλλά και τις ειδικές συνθήκες που συνοδεύουν τη συγκεκριμένη περίπτωση), συγκεκριμενοποιεί την καλή πίστη ερμηνεύοντας τη σύμβαση ως δάνειο με ρήτρα αξίας συναλλάγματος. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της ΑΚ 291. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, “με τον επίμαχο ΓΟΣ αλλοιώθηκε ο σκοπός και η λειτουργία των ένδικων δανειακών συμβάσεων, εφόσον αυτές δεν επιτελούν καθαρά δανειακούς σκοπούς, αλλά εμπεριέχουν και επενδυτικής φύσεως αποτελέσματα και οικονομικές συνέπειες”. Η γνώση των παραπάνω συνθηκών από την τράπεζα διαδραματίζει – ορθά – ιδιαίτερο ρόλο στην κρίση του δικαστηρίου σχετικά με την αναζήτηση του αντικειμενικού νοήματος της σύμβασης, υπό το πρίσμα της καλής πίστης.
Συναφώς, υποστηρίζεται ότι, αν για τη σύναψη ενός δανείου σε συνάλλαγμα ο καταναλωτής πρέπει να έχει ενημερωθεί για τις συνέπειες της σύμβασης αυτής, ο έλεγχος καταχρηστικότητας θα αφορούσε την ίδια τη φύση της παροχής, αν δηλαδή είναι έγκυρη η ανάληψη υποχρέωσης σε συνάλλαγμα ή ρήτρα συναλλάγματος. Επομένως, εάν ο όρος κρινόταν καταχρηστικός και προέκυπτε κενό στη σύμβαση, το κενό αυτό θα αφορούσε το συμβατικό τύπο, δηλαδή αν πρόκειται για οφειλή σε συνάλλαγμα ή οφειλή σε ευρώ και όχι αν ορθώς εφαρμόζεται η νομιναλιστική αρχή [2]. Σε μια τέτοια τέτοια περίπτωση, η προσφυγή στο ενδοτικό δίκαιο, ως πρώτο βήμα πλήρωσης του κενού [3], δε θα είχε αποτέλεσμα, αφού δεν υπάρχει πρότυπη ρύθμιση που να αντιμετωπίζει το ζήτημα αυτό, δηλαδή τη φύση της παροχής [4]. Ως εκ τούτου, ο δικαστής θα έπρεπε να προβεί σε συμπληρωτική ερμηνεία, χωρίς να δεσμεύεται από τον κάποιον κανόνα ενδοτικού δικαίου [5].
Τέλος, ενδιαφέρον έχουν οι αξιολογικού περιεχομένου σκέψεις του Εφετείου, κατά την εξέταση του ενδεχόμενου πλήρωσης του συμβατικού κενού με τη διάταξη της ΑΚ 291. Στο σημείο αυτό, η απόφαση ακολουθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια τη μεθοδολογία που αναφέρθηκε παραπάνω, επιχειρώντας να προσδιορίσει ποια ρύθμιση αρμόζει στο κρινόμενο ζήτημα, ως εάν στη σύμβαση να υπήρχε κενό. Διατυπώνει, βέβαια, την άποψη που ήδη υποστηρίζεται, ότι δηλαδή η εφαρμογή της ΑΚ 291 θα παραβίαζε την αρχή της μη διάσωσης του καταχρηστικού όρου [6]. Επεκτείνει, όμως, τις σκέψεις της σε μια γενικότερη αμφισβήτηση της εφαρμογής της νομιναλιστικής αρχής στην επίδικη σχέση, υπό το πρίσμα της αρχής της διαφάνειας. Πράγματι, στις συμβάσεις αυτές, ο συμβατικός όρος δεν ελέγχεται τόσο για το ρυθμιστικό του περιεχόμενο αλλά για το περιεχόμενο που δεν έχει, αν και θα έπρεπε, δηλαδή την ενημέρωση και διαφώτιση σχετικά το συναλλαγματικό κίνδυνο και την λήψη πρόνοιας για τον καταναλωτή, μέσω της ορθής κατανομής και αντιστάθμισης του. Μπορεί μεν η απόφαση να φαίνεται ότι εντάσσει την προβληματική της στο πλαίσιο θεώρησης της σύμβασης ως δανείου με ρήτρα αξίας συναλλάγματος, ωστόσο οι σκέψεις της είναι δυνατό να αξιοποιηθούν και πέραν της θεώρησης αυτής. Διότι ακόμα και αν θεωρηθεί ότι υφίσταται πράγματι οφειλή σε συνάλλαγμα, δεν είναι αυτονόητο ότι η νομοθετική εξισορρόπηση της ΑΚ 291 ανταποκρίνεται στις αξιολογικές ιδιομορφίες της επίδικης σύμβασης [7].
Πράγματι, η κατανομή του συναλλαγματικού κινδύνου που προβλέπει η ΑΚ 291, θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιολογικά εξισορροπητική, αν τα δύο συμβαλλόμενα μέρη (δανειστής και οφειλέτης) βρίσκονταν σε διαπραγματευτική ισορροπία και πληροφοριακή συμμετρία ως προς τις αναλαμβανόμενες υποχρεώσεις. Διότι μόνο αν οι δανειολήπτες είχαν τη δυνατότητα να αναλάβουν και να (αντι)σταθμίσουν το συναλλαγματικό κίνδυνο, σε σχέση με τις οικονομοτεχνικές τους δυνατότητες, θα ήταν αξιολογικά ανεκτή η εφαρμογή της ρυθμιστικής στάθμισης της ΑΚ 291. Ακόμα και η άποψη υπέρ του δηλωτικού χαρακτήρα του όρου προϋποθέτει την ελευθερία του οφειλέτη να αντισταθμίζει τον κίνδυνο ή να εξασφαλίζει εκ των προτέρων την πρόσβαση σε ελβετικά φράγκα [8]. Τέτοια ελευθερία όμως δεν υφίσταται.
Στην επίδικη περίπτωση, όπως και στις περισσότερες αντίστοιχες, τα συμβαλλόμενα μέρη εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες. Καταρχάς, η διαπραγματευτική και πληροφοριακή ασυμμετρία που υφίσταται κατά κανόνα ανάμεσα στον καταναλωτή και την τράπεζα διαφοροποιούν σημαντικά το ρυθμιστικό πεδίο της σύμβασης από αυτό της ΑΚ 291. Όπως επισημαίνει σε άλλο σημείο η απόφαση, η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας εξαρτάται από πολλούς και δύσκολα προσεγγίσιμους από τον καταναλωτή παράγοντες: Επιπλέον, αφενός στην πραγματικότητα ο συναλλαγματικός κίνδυνος μετακυλίεται πλήρως στον καταναλωτή [9], αφετέρου δίνεται η δυνατότητα στην τράπεζα να αποκομίσει και επιπλέον κέρδη, πέραν του επιτοκίου, λόγω των μεταβολών της ισοτιμίας [10]. Αυτό συμβαίνει διότι ο καταναλωτής ούτε διαθέσιμο κεφάλαιο σε ελβετικά φράγκα διαθέτει, ούτε έχει τη συμβατική δυνατότητα να αντισταθμίζει αποτελεσματικά τον κίνδυνο. Αντίθετα, η τράπεζα έχει τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να αντλεί αλλά και να διοχετεύει κεφάλαια σε ξένο νόμισμα, ακόμα και λογιστικά [11], πέραν της δυνατότητάς της να αντισταθμίζει με πολλαπλούς τρόπους τον κίνδυνο. Το παράδειγμα της κρινόμενης υπόθεσης είναι χαρακτηριστικό για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την ακαταλληλότητα εφαρμογής της νομιναλιστικής αρχής στις συμβάσεις σε ελβετικό φράγκα, καθώς ο όρος “προστασίας της δόσης” που προβλέφθηκε στη σύμβαση αποδείχθηκε ότι δεν προσέφερε καμία ουσιαστική προστασία στους ενάγοντες δανειολήπτες [12]. Την ακαταλληλότητα εφαρμογής της νομιναλιστικής αρχής επιτείνει το γεγονός ότι η εκκαλούσα τράπεζα είχε φροντίσει ή, σε κάθε περίπτωση, είχε τη δυνατότητα να εξασφαλιστεί από τυχόν συναλλαγματικούς κινδύνους που αναλαμβάνει στο πλαίσιο διενέργειας διατραπεζικών συναλλαγών (μέσω παραγώγων ανταλλαγής συναλλάγματος και επιτοκίων με τη μορφή swaps).
Αυτήν ακριβώς την ανάγκη προστασίας του καταναλωτή, κατά την αναζήτηση του κατάλληλου ρυθμιστικού προτύπου, τονίζει και η απόφαση, αναφέροντας ότι “η ενσωμάτωση μέσω ΓΟΣ κάποιων διατάξεων που δεν εμφανίζονται κανονικά στο ρυθμιστικό πλαίσιο του συμβατικού τύπου κάποιας καταναλωτικής σύμβασης, όπως στην υπό κρίση περίπτωση του επίμαχου όρου 7α, οδηγεί σε δικαστικό έλεγχο του ΓΟΣ και του περιεχομένου του, πολλώ μάλλον αν οδηγεί σε μονομερή ευθύνη μόνο του καταναλωτή και σε ανάληψη όλων των ενδεχόμενων κινδύνων μόνον από αυτόν”. Υπό το πρίσμα αυτό, ο όρος δεν ελέγχεται για τον τρόπο υπολογισμού της παροχής του οφειλέτη αλλά για το εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις πληροφόρησης, διαφώτισης και πρόνοιας που θα επέτρεπαν την εφαρμογή της ρύθμισης αυτής[13]. Έτσι, η εξισορρόπηση των συμφερόντων στην οποία προβαίνει ο νομοθέτης με τη θέσπιση της ΑΚ 291 δεν ανταποκρίνεται αξιολογικά στο συγκεκριμένο τύπο συμβάσεων, ακριβώς επειδή η μετακύλιση του συναλλαγματικού κινδύνου στον καταναλωτή δεν είναι ανεκτή, χωρίς την παροχή αντίστοιχης ενημέρωσης και διαφώτισης, καθώς και ουσιαστικής αντιστάθμισης του[14]
[5] Αξίζει να αναφερθεί η άποψη ότι η εξηγητική ερμηνεία της σύμβασης ως δανείου με ρήτρα αξίας συναλλάγματος δεν είναι απαραίτητη, καθώς η ΑΚ 291 θέτει διακριτική ευχέρεια του οφειλέτη ως προς το νόμισμα της πληρωμής, ενώ η επίδικη συμβατική ρήτρα θεσπίζει διαζευκτική ενοχή, επομένως η διάταξη θα εφαρμοστεί μόνο εφόσον επιλεγεί από τον οφειλέτη η πληρωμή σε ελβετικό φράγκο, οπότε η ενοχή θα συγκεντρωθεί σε μία (έτσι η ΠΠρΝαυπλ 456/2017, Nomos, καθώς και Καράκωστας/Βρεττού, ΕφΑΔ 2015, 1052).
[7] Πρβλ. Λιάππη, Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο. Η διαγραφόμενη από το ΔικΕΕ και την Οδηγία 2014/17/ΕΕ προσέγγιση και η κυμαινόμενη ελληνική νομολογία, ΧρΙΔ 2016, 241 επ.
[9] Δέλλιος/Βαλτούδης, ΕπισκΕΔ 2015, 110.
[10] Ψυχομάνης, Τραπεζικά στεγαστικά δάνεια σε ελβετικά φράγκα, ΔΕΕ 2015, 3.
[11] Γιοβανόπουλος, ΕπισκΕΔ 2014, 657, Ψυχομάνης, ΔΕΕ 2015, 3 επ.
[12] Βλ. και Δέλλιο/Βαλτούδη, ΕπισκεΔ 2015, 109 επ. Πρβλ. Χασάπη, Δάνεια σε ξένο νόμισμα: Μια προσέγγιση με αφορμή την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ελληνικών δικαστηρίων, ΧρηΔικ 2014, 435.
[14] Βλ. Δέλλιο/Βαλτούδη, ΕπισκΕΔ 2015, 128, σύμφωνα με τους οποίους η τελολογική-συστηματική ερμηνεία της διάταξης της ΑΚ 281 επιβάλλει την τελολογική συστολή της, ώστε να αρθεί η αξιολογική αντινομία που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της στις επίδικες συμβάσεις. Βλ. και Βενιέρη, ΧρΙΔ 2014, 704 επ.