ΕιρΑλεξανδρούπολης 464/2022

ΔΑΝΕΙΑ ΠΑΛΛΙΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ-ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ-Συμβατική Δυνατότητα των Πιστωτών, να αιτηθούν την καταβολή των ληξιπρόθεσμων χρεώλυτρων, χωρίς να καταγγείλουν τη σύμβαση-Στην περίπτωση αυτή, η αξίωση των περιοδικών χρεωλυτικών δόσεων, διατηρεί την αυθυπαρξία της, υποκείμενη ωστόσο στην πενταετή παραγραφή κατ’ αρ. 250 παρ. 15 ΑΚ-με χρόνο έναρξης αυτής, το τέλος του έτους, εντός του οποίου κατέστη ληξιπρόθεσμη κι απαιτητή εκάστη χρεωλυτική δόση- με δεδομένο ότι για την επιμήκυνση της παραγραφής σε 20ετη, απαιτείται προηγουμένως η καταγγελία της σύμβασης. Προϋποθέσεις ορισμένου ένστασης παραγραφής-Δεκτή η ανακοπή στο σύνολό της, καθόσον το σύνολο των αιτούμενων κονδυλίων, συνολικού ποσού 14.000,00 ευρώ περίπου, έχει υποπέσει σε πενταετή παραγραφή.

ΜπρΑλεξανδρούπολης 158/2022 (Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών) Στεγαστικά Δάνεια, Πόντιων Παλλινοστούντων.

ΔΑΝΕΙΑ ΠΑΛΛΙΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ-ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ-Συμβατική Δυνατότητα των Πιστωτών, να αιτηθούν την καταβολή των ληξιπρόθεσμων χρεώλυτρων, χωρίς να καταγγείλουν τη σύμβαση-Στην περίπτωση αυτή, η αξίωση των περιοδικών χρεωλυτικών δόσεων, διατηρεί την αυθυπαρξία της, υποκείμενη ωστόσο στην πενταετή παραγραφή κατ’ αρ. 250 παρ. 15 ΑΚ-με χρόνο έναρξης αυτής, το τέλος του έτους, εντός του οποίου κατέστη ληξιπρόθεσμη κι απαιτητή εκάστη χρεωλυτική δόση- με δεδομένο ότι για την επιμήκυνση της παραγραφής σε 20ετη, απαιτείται προηγουμένως η καταγγελία της σύμβασης.

Μερικά δεκτή η ανακοπή-Ακυρώνεται εν μέρει η διαταγή πληρωμής, λόγω παραγραφής χρεωλυτικών δόσεων, συνολικού ποσού 12.661,89 ευρώ, επί συνολικού ποσού 22.411,89 ευρώ-Περιορισμός του κεφαλαίου της οφειλής,  εκ της ένδικης διαταγής πληρωμής, στο ποσό των 9.750,00 ευρώ.

Χιλιάδες Παλλινοστούντες, υποχρεώθηκαν μετά το 1990, να αποχωρήσουν από την τέως Σοβιετική Ένωση και να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο της στεγαστικής τους αποκατάστασης, η Ελληνική Πολιτεία, τούς έδωσε τη δυνατότητα, να αποκτήσουν στέγη, λαμβάνοντας-χαμηλού κεφαλαίου- στεγαστικά δάνεια, με επιδοτούμενο επιτόκιο από το Ελληνικό Δημόσιο (αρ . 3 Ν. 2790/2000). Οι άνθρωποι αυτοί, όπως οι περισσότεροι «άσημοι» πρόσφυγες, αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία από ένα μεγάλο μέρος του εγχώριου πληθυσμού, και παρά την περίοδο των παχέων αγελάδων που βίωσε η χώρα την περίοδο κυρίως μεταξύ 2000-2009, περιορίστηκαν  εκόντες-άκοντες σε δουλειές, που μετά βίας τούς εξασφάλιζαν το βιοπορισμό τους, συνεπώς και την αποπληρωμή, των ούτως ή άλλων, χαμηλόποσων δανείων που είχαν λάβει. Η προϊούσα κρίση, όπως ήταν αναμενόμενο, παρέσυρε στο διάβα της, πρώτα, τα χαμηλά και πολύ χαμηλά εισοδήματα, μεταξύ των οποίων και αυτά των Πόντιων Παλλινοστούντων, τα τελευταία χρόνια δε, οι όποιες εκκλήσεις τους για βιώσιμη ρύθμιση των οφειλών τους, όχι μόνο δεν εισακούστηκαν και έπεσαν στο κενό, από Κυβέρνηση και Τράπεζες, αλλά το καλοκαίρι του 2021, έγιναν δέκτες, κατά τρόπο μαζικό, εκατοντάδων διαταγών πληρωμής, που συνοδεύονταν από επιταγές προς πληρωμή. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Οι Τράπεζες, κάνοντας χρήση συμβατικού τους δικαιώματος, αιτήθηκαν την επίδικαση των ληξιπρόθεσμων χρεωλυτικών δόσεων σε αυτές, χωρίς να καταγγείλουν το δάνειο, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος του τελευταίου να υπόκειται και να έχει ήδη υποπέσει, στη σύντομη πενταετή παραγραφή. Το προφανές διαγνώστηκε όλως προσφάτως από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης με την υπ’ αριθμ. 158/2022 απόφασή του (όμοια και η υπ’ αριθμ. 464/2022 απόφαση-υπό καθαρογραφή του ΕιρΑλεξανδρούπολης). Στην περίπτωση αυτή, η αξίωση των περιοδικών χρεωλυτικών δόσεων, διατηρεί την αυθυπαρξία της, υποκείμενη ωστόσο στην πενταετή παραγραφή κατ’ αρ. 250 παρ. 15 ΑΚ-με χρόνο έναρξης αυτής, το τέλος του έτους, εντός του οποίου κατέστη ληξιπρόθεσμη κι απαιτητή εκάστη χρεωλυτική δόση- με δεδομένο ότι για την επιμήκυνση της παραγραφής σε 20ετη, απαιτείται προηγουμένως η καταγγελία της σύμβασης.

Τις υποθέσεις αυτές, που παρήγαγαν εξαιρετική και χρήσιμη νομολογία, χειριστήκαμε με τη συνάδελφο Αλεξανδρούπολης, Γαρυφαλλιά Γκατζιώλα, που παρέστη στο Δικαστήριο για λογαριασμό των δανειοληπτών.

ΜπρΑθ 1474/2022 (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών)

Άκυρη η επιταγή προς εκτέλεση, η εντολή προς εκτέλεση και η κατασχετήρια έκθεση-Προστασία της κύριας κατοικίας των ανακοπτόντων από τον πλειστηριασμό.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 915 και 916 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η δυνάμει εκτελεστού τίτλου, μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής, αναγκαστική εκτέλεση, προϋποθέτει να είναι «βέβαιη» και «εκκαθαρισμένη» η απαίτηση. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΑΠ 1016/2018 αδημ. ‘ΓΝΠ «ΝΟΜΟΣ» ΑΠ 1543/2014 ΧΡΙΔ 2015.203). Εκκαθαρισμένη είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, ειλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014 ό.π, ΑΠ 653/2013, ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Στην αντίθετη περίπτωση η με έγγραφο διαπιστουμένη αξίωση του επισπεύδοντος δεν είναι επιδεκτική εκτελέσεως. Αναγκαία, συνεπώς, προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της εκτάσεως, του είδους και του περιεχομένου της αξιώσεως που ενσωματώνει. Κατά δε την απολύτως κρατούσα άποψη αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (ΑΠ 758/2014, ΑΠ 905/2011, ΑΠ 1124/2010 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εκκαθαρισμένη, ωστόσο, είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1543/2014 ό.π, ΑΠ 653/2013 ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Εξάλλου, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισμός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 του ΚΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι οφειλόμενου (ΕφΑΘ 4901/2000, ΕλλΔνη 2001.776, Β.Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΕρμηνευτικήΝομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο)», τόμος Ε, σελ. 708, αρ. 11). Ο περιορισμός αυτός δεν προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού συνεπάγεται τη μείωση των εξόδων που τον βαρύνουν. Για την αποτροπή, όμως, του κινδύνου προβολής μεταγενέστερα του ισχυρισμού του, ότι χώρησε παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του, καθώς και επίσης και του κινδύνου προσβολής της εκτέλεσης για αοριστία, σε σχέση με το ζήτημα, για ποιά κονδύλια της απαίτησης διενεργήθηκε, θα πρέπει να γίνεται, αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε και αφετέρου ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης (Β.Βαθρακοκοίλης ό.π, ΜονΕφΠειρ. 399/2020, δημ. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Μον.ΕφΑΘηνών 1118/2022 αδημ).

Εν προκειμένω, με την προσβαλλομένη κατασχετήρια έκθεση επιβλήθηκε κατάσχεση στο ειδικότερα περιγραφόμενο ακίνητο, των ανακοπτόντων, για το ποσό των 271.843,36 ευρώ, με τη μνεία στο κείμενο και των επαναληπτικών περιλήψεων ότι το υπόλοιπο ποσό της απαίτησης παραμένει απαιτητό, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζεται σε τι αφορά ο περιορισμός, ώστε να καθίσταται σαφές για ποια ακριβώς κονδύλια διενεργείται έκτοτε η εκτέλεση, καθώς δεν μπορεί να συναχθεί αν τα 50.000,00 ευρώ αφορούν μόνο μέρος του κεφαλαίου ή των τόκων. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της καθ’ης ότι ο περιορισμός έλαβε χώρα προς αποφυγή χρέωσης υπερβολικών εξόδων, δεν καθιστά ορισμένο τον περιορισμό της απαίτησης. Ακολούθως, όπως αποδείχθηκε, οι ανακόπτοντες με το υπό κρίση δικόγραφο της ανακοπής, προέβησαν σε παραίτηση από την από 17-5-2022 και με αριθμό κατάθεσης 46260/3704/2022 ανακοπή, μόνο κατά το σκέλος που αφορά τη διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ήτοι μόνο κατά το σκέλος των λόγων ανακοπής που βάλλουν κατά της από 7-04-2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο εξ απογράφου εκτελεστού της υπ’αριθμ. 39047/2013 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατόπιν τούτων, δεν συντρέχει λόγος εφαρμογής του άρθρου 935 ΚΠολΔ, διότι το άρθρο 935 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται όταν η ανακοπή κατά της εκτέλεσης ασκήθηκε, αλλά ακολούθησε παραίτηση από το δικόγραφο της. Συνεπεία των ανωτέρω, θα πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός της καθ’ης η ανακοπή. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, ο πρώτος λόγος της ένδικης ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, παρελκόμενης της εξέτασης των λοιπών λόγων, καθόσον επί ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αρκεί να γίνει δεκτός ένας λόγος που επιφέρει την ακυρότητα των προσβαλλόμενων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, καθιστώντας την εξέταση των υπολοίπων λόγων άνευ αντικειμένου. Μετά ταύτα, πρέπει να ακυρωθεί η από 07.04.2022 επιταγή προς πληρωμή, η από 12-5-2022 εντολή προς εκτέλεση και η υπ’ αρ. 9295/13.05.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Νικολάου Καραμανόγλου.

Μονομελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας 122/2022 (Ασφ. Μέτρα).

Έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3156/2003, να διενεργούν πράξεις εκτέλεσης και πλειστηριασμούς-Νέα Εφετειακή απόφαση που αναστέλλει την εκτέλεση της επιταγής προς εκτέλεση, του κατασχετηρίου εις χείρας των Τραπεζικών Ιδρυμάτων, την κατασχετήρια έκθεση ακίνητης περιουσίας και τον πλειστηριασμό του ακινήτου που αποτελεί την έδρα επιχείρησης στη Δυτική Μακεδονία.

Με μία εξαιρετική απόφαση (122/2022), το Μονομελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, διέσωσε από τον πλειστηριασμό και τον αυτονόητο οικονομικό αφανισμό, τις εγκαταστάσεις, επιχείρησης με έδρα στη Δυτική Μακεδονία, αλλά και τη δυνατότητα να εξακολουθήσει να λειτουργεί, εφόσον της είχαν κατασχεθεί και οι τραπεζικοί λογαριασμοί.

Στην απόφαση αυτή πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός ο λόγος, περί έλλειψης νομιμοποίησης της εταιρείας διαχείρισης, ενώ καταφάσκεται ότι δυνάμει του αρ. 73 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί περί τούτου και αυτεπαγγέλτως.

«Ωστόσο, από το παραπάνω από 18-6-2021 Ιδιωτικό συμφωνητικό ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων, προκύπτει ότι η μεταβίβαση της διαχείρισης των απαιτήσεων προς την καθ’ ης, έλαβε χώρα στα πλαίσια του Ν. 3156/2003, επίκληση δε των διατάξεων αυτού γίνεται στον 1ο και 2ο όρο του εν λόγω Ιδιωτικού συμφωνητικού (βλ. 7η σελίδα αυτού), ενώ ουδεμία αναφορά και επίκληση γίνεται στις διατάξεις του Ν. 4354/2015. Κατά συνέπεια, εφόσον η επίδικη σύμβαση διαχείρισης διέπεται από τον Ν.3156/2003, η καθ’ ης διαχειρίστρια εταιρεία φέρει την ιδιότητα της αντιπροσώπου της ανωτέρω δικαιούχου εταιρείας και δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), δεδομένου ότι ο εν λόγω νόμος δεν απονέμει σ’ αυτήν τέτοια ιδιότητα, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο “ΙΙ” μείζονα σκέψη της παρούσας, δοθέντος ότι η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών αντλείται απευθείας από τον νόμο, εφόσον έχει συναφθεί η προβλεπόμενη από τον Ν.4354/2015 σύμβαση (βλ. και Κιτσαρά, Η περαιτέρω μεταβίβαση απαιτήσεως από δάνεια και πιστώσεις μετά την αρχική απόκτ.ησή της από «εταιρει’α αποκτήσεως» του Ν. 4354/2015, σε ΧρΙΔ 20.19.305). Η δε εξουσιοδότηση προς είσπραξη, που έχει χορηγηθεί στην καθ’ ης από τη δικαιούχο της απαίτησης, σύμφωνα με το υπ’ αριθμόν 46.042/15-62021 ειδικό πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Στεφανάκου, δε δύναται να θεμελιώσει νομιμοποίησή της προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον η χορήγηση εξουσιοδότησης στον τρίτο να επισπεύσει επ’ ονόματί ταυ αναγκαστική εκτέλεση, ως  εκούσιος αντιπρόσωπος του φορέα της απαίτησης, δε συμβιβάζεται με την αυστηρή τυποποίηση και την ασφάλεια της εκτελεστικής διαδικασίας (Νίκας Δ. Αναγκ. Εκτελ. 1 παρ.20 αρ.3, Άννα Πλεύρη Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, σελ, 35-36, 59-60). Δέχεται την αίτηση, διατάσσει την αναστολή της εκτελεστότητας της επιταγής, του κατασχετηρίου εις χείρας τρίτου, της κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας και του πλειστηριασμού»

Την υπόθεση χειριστήκαμε από κοινού με τα Δικηγορικά Γραφεία Ηρακλή και Γεωργίου Κίτσου στην Καστοριά, στο ακροατήριο δε παραστάθηκε ο νέος και πολύ καταρτισμένος συνάδελφος Γεώργιος Κίτσος.

ΜπρΑθηνών 6240/2022 (Ασφ. Μέτρα)

Ωστόσο, με βάση την ως άνω σύμβαση και την τροποποιητική πράξη, ο υπολογισμός των τόκων από την καθ ης λάμβανε χώρα με βάση έτος 360 ημερών. Με τον τρόπο αυτό υπερχρέωσε την ένδικη οφειλή της ανακόπτουσας, με τόκο προσαυξημένο. Ο εν λόγω, όμως τρόπος υπολογισμού των τόκων δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης και συμφωνίας, αλλά επιβλήθηκε μονομερώς από την καθ ής, στο πλαίσιο της λογικής ότι είτε ο δανειολήπτης δεν αποδεχόταν (εν είδει πακέτου) μεταξύ άλλων και τον όρο αυτό είτε δεν θα κατήρτιζε καθόλου την επίδικη σύμβαση (lake if or leave it). Ο όρος, όμως, αυτός της δανειακής σύμβασης, ο οποίος προβλέπει ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, είναι άκυρος καταχρηστικός, αδιαφανής και δημιουργεί πρόσθετη επιβάρυνση σε βάρος του καταναλωτή, ενόψει του ότι προσκρούει στην απορρέουσα από το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 αρχή της διαφάνειας, αλλά και στην ενσωματωθείσα στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ /13.2.2001 (ΦΕΚ Β’ 2555/8.3/2001), κοινοτική οδηγία 97Π/ΕΚ, κατ επιταγή της οποίας εφαρμόζεται στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, το έτος των 365 ημερών, όπως αναλυτικά εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Συνεπεία αυτού επέρχεται σημαντική και ουσιώδης διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε λειτουργία του ανταγωνισμού σε βάρος των καταναλωτών. Η παράνομη και καταχρηστική αυτή χρήση ημερολογιακού έτους 360 ημερών κατ εφαρμογή του άκυρου αυτού Γ.Ο.Σ της επίμαχης σύμβασης, επέδρασε στην διαμόρφωση του τελικώς οφειλόμενου ποσού και συνεπώς η απαίτηση της καθ ης δεν είναι εκκαθαρισμένη, λόγω της ενσωμάτωσης σε αυτήν των ως άνω παρανόμως υπολογιζόμενων επιπλέον τόκων, καθώς και των ποσών που προέκυπταν από τον ανατοκισμό τους κάθε εξάμηνο βάσει της παράνομης και αθέμιτης πρακτικής της καθ ης. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι ο αιτών, σε περίπτωση εκτέλεσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, θα υποστεί ουσιώδη και σημαντική βλάβη και οικονομική ζημία, αφού, εφόσον γίνει δεκτή η ανακοπή, δεν θα είναι ευχερής η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγουμένη κατάσταση, αλλά θα απαιτηθεί να αποδυθεί ο αιτών σε χρονοβόρες και πολυδάπανες δικαστικές. Αντιθέτως, η καθ ής τραπεζική εταιρία δεν πιθανολογείται ότι θα υποστεί ζημία από την καθυστέρηση εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής, διότι, ως τράπεζα, διαθέτει οικονομική ρευστότητα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και λαμβανομένων υπόψη απάντων των προδιαληφθέντων, εφόσον πιθανολογείται η τυπική και ουσιαστική ευδοκίμηση τουλάχιστον ενός από τους λόγους της ασκηθείσας ανακοπής κατά της εκδοθείσης σε βάρος της αιτούσας διαταγής πληρωμής, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων ανακοπής (ΕφΑΘ 1294/2009 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) και επιπλέον πιθανολογείται ότι η ενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στην αιτούσα για τους λόγους που προεκτέθηκαν, η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να ανασταλεί η εκτέλεση της με αριθμό /2021 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του παρόντος δικαστηρίου μέχρις εκδόσεως οριστικής απόφασης (άρθρο 632 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.) επί της από 20.01.2022 και υπ’ αριθ. κατάθεσης 2022 ανακοπής.

Τριμελές Εφετείο Αθηνών 4994/2022

Με την ιδιαιτέρως αυτή σημαντική απόφαση, κρίθηκε τελεσίδικα, επί αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής που ασκήσαμε για λογαριασμό εντολέων μας, ότι Γενικός όρος Συναλλαγών, υπολογισμού του επιτοκίου σε έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, ως εκ τούτου ελέγχεται ως προς την καταχρηστικότητά του και τυγχάνει άκυρος. Μετά ταύτα, ο σχετικός λόγος της Εφέσεώς μας, που πρωτοδίκως είχε απορριφθεί ως αγωγικός ισχυρισμός, έγινε δεκτός. Ειδικότερα:

«Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 2812/2000 περί λήψεως συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των κανοι.ησμών (ΕΚ) 1103/97, 971/98 και 2866/98 του Συμβουλίου, όπως ισχύουν σχετικά με την εισαγωγή ταυ ευρώ, οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor), που προβλέπεται σε υφιστάμενες νομικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 1103/97 του Συμβουλίου, αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στα οποίο λαμβάνονται υπόψη, ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος των 360 ημερών, προσαρμοσμένο κατά τον λόγο 365 προς 360, εφόσον δεν έχει προβλεφθεί ή δεν έχει συμφωνηθεί ή ορισθεί αναφορά σε άλλο ισχύον επιτόκιο. Ακολούθησε, μετά ταύτα, σε συμμόρφωση προς τις παραπάνω διατάξεις, η υπ’ αριθμ. 30/11.02.2000 (ΦΕΚ Α’ 43/2000) απόφαση του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τραπέζης της Ελλάδος, που τέθηκε σε ισχύ από 10-3-2000, σύμφωνα με την οποία ως βάση υπολογισμού των τόκων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής λαμβάνονται οι πραγματικές ήμερες και το έτος των 360 ημερών και, εν τέλει, η υπ’ αριθμ. 15/19.04.2ΟΟΟ απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Ενώσεως Ελληνικών Τραπεζών, με την οποία υιοθετήθηκε το εμπορικό έτος των 360 ήμερων ως βάση υπολογισμού των τόκων από 01.01.2001. Εξαίρεση έχει τεθεί για την καταναλωτική πίστη, για την οποία ήδη ισχύει αττό 23.06.2010 η υπ’ αριθμ. ΖΙ-699/2010 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β’ 917/2010), εκδοθείσα επί σκοπώ προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας με την κοινοτική οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 (που κατάργησε την όμοια προγενέστερη οδηγία 87/102/ΕΟΚ του βλ. επίσης άρθρο 14 εδ δ της ΦΙ- 983/1991 ΚΥΑ – ΦΕΚ B 172/1991, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 παρ. 3 α της ΚΥΑ ΖΙ178/13.02,2ΟΟ1 – ΦΕΚ Β’ 255/8.03.2ΟΟ1, που ενσωμάτωσε στο εθνικό μας δίκαιο την Κοινοτική Οδηγία 98/7/ΕΚ). όπως αυτή τροποποιήθηκε από την ΚΥΑ ΖΙ- 111/2012 (για τις εν στενή έννοια καταναλωπκές πίστωσης, με πλήθος εξαιρέσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ. 2 της ΚΥΑ ΖΙ- 699/2010), η οποία καθιερώνει διάρκεια έτους 365 ημερών, 52 εβδομάδων και ίσων με αυτές 12 μηνών στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής και Ιδίως στις σχέσε*ς μεταξύ του εκδότη και κάτοχου πιστωτικής κάρτας (ΑΠ 1331/2012, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΑθ 227/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1778/2010 Αρμ 2010.1829 και Αρμ 2011.251) και όχι την περίπτωση αλληλόχρεου λογαριασμού μεταξύ εμπόρων. Επίσης, στην υπ’ αριθμ. ΖΙ – 798/25.06.2ΟΟ8 απόφαση του Υπ. Ανάπτυξης ΦΕΚ 1353/11-07-2008 (περ. Ι περ. στ που έχει εκδοθεί εγκύρως κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 10 παρ. 21 του ν. 2251/1994 (βλ. σχετικώς ΣτΕ 1210/2010 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), όπως ισχύει μετά την ΥΑ ΖΙ-21ΙΙ7.ι.201 Ι (ΦΕΚ Β’ 21/18-1-2011), προβλέπεται η απαγόρευση αναγραφής σε συμβάσεις στεγαστικού δανείου όρου, που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους. Ο υπολογισμός του οφειλόμενου σε σύμβαση στεγαστικού δανείου (ή σύμβαση πιστωτικής κάρτας) τόκου με βάση έτος 360 ημερών προσκρούει κατ’ αρχάς στην αρχή της διαφάνειας, που προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 2 και 6 του ν. 2251/1994, διότι οι γενικοί όροι συναλλαγών των συμβάσεων πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη, κατά το σχηματισμό της δίκαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, Ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται πχ το επιτόκιο βάσει έτους 360 ημερών στην τραπεζική σύμβαση στεγαστικού δανείου, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Όταν η τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ’ αποκλεισμό των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μια πρόσθετη ετπβάρυνση του καταναλωτή – δανειολήπτη, o οποίος πλέον (όταν το επιτόκιο προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών), για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με κατά 1,3889 % περισσότερους τόκους (αφού ο αριθμητής του οικείου κλάσματος, που συγκροτείται από το γινόμενο του ποσού του κεφαλαίου, του επιτοκίου και του αριθμού των ημερών του κρίσιμου χρονικού διαστήματος δεν έχει πλέον ως παρονομαστή τις 365 ημέρες, αλλά τις 360).

Με τον ενδέκατο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες  ότι ο με αριθ. 10 παρ. 2 όρος του προσαρτήματος Ι των επίδικων συμβάσεων στεγαστικών δανείων, που υπολογίζει το επιτόκιο με βάση το έτος 360 ημερών και όχι 365 ημερών είναι άκυρος, διότι προσκρούει στην κατά το άρθρο 2 παρ. 6 ν. 2251/1994 αρχή της διαφάνειας, αφού με τον κατά τον τρόπο αυτό υπολογισμό αυτοί (ενάγοντες) ως καταναλωτές δεν πληροφορήθηκαν το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, επιβαρυνθέντες με περισσότερους τόκους σε ποσοστό 1,3889 % και παραπονούνται ότι το Πρωτοβάθμιο Δκαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και απέρριψε ως μη νόμιμο το σχετικό αίτημα της αγωγής τους περί αναγνώρισης της ακυρότητας του εν λόγω όρου, κρίνοντας ότι ο ως άνω όρος είναι έγκυρος. Πράγματι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην παραπάνω μείζονα σκέψη, ο ΓΟΣ σε σύμβαση στεγαστικού δανείου που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών αντί για έτος 365 ημερών, προσκρούει στην κατ’ άρθρο 2 παρ. 6 v. 2251/1994 αρχή της διαφάνειας και είναι άκυρος. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη που έκρινε ως ισχυρό και έγκυρο τον ως άνω με αριθ. 10 παρ. 2 όρο του προσαρτήματος Ι των επίδικων συμβάσεων στεγαστικών δανείων, που προβλέπει υπολογισμό τόκων με βάση έτος 360 ημερών. Πρέπει, συνεπώς, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, να γίνει δεκτή η έφεση κατ’ ουσία, ως προς το συγκεκριμένο  λόγο της, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται για την ανωτέρω κρίση της εκκαλουμένης, και να εξαφανιστεί αυτή (εκκαλουμένη) εν μέρει μόνο ως προς το παραπάνω κεφάλαιό της και συνεξαφανιζόμενης αναγκαστικά και της διατάξεως της εκκαλουμένης περί της δικαστικής δαπάνης (ΑΠ 192/1998, ΕφΠατρ 373/2021 , ΕφΠειρ 4/2014, ΤΝΠ Νόμος), να κρατηθεί και δικασθεί κατ’ ουσία η υπό κρίση αγωγή, που είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις, ΠοΙ) προεκτέθηκαν των άρθρων 2 παρ. 6 και 7 ν. 2251/1994, 174, 180, ΑΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ, αναφορικά με το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας του όρου 10 παρ. 2 όρο του προσαρτήματος Ι των επίδικων συμβάσεων στεγαστικών δανείων, ως προς το οποίο και μόνο επαναφέρθηκε η αγωγή με τον ενδέκατο ειδικό λόγο έφεσης (άρθ. 535 ΚΠολΔ), ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω του αναγνωριστικού της χαρακτήρα.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι βάσει του με αριθ. 10 παρ. 2 όρου του προσαρτήματος Ι της κάθε επίδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου η εναγομένη υιοθέτησε το σύστημα υπολογισμού των τόκων με βάση το έτος των 360 ημερών και όχι των 365 ημερών, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται οι λογαριασμοί των ανωτέρω συμβάσεων με παράνομες χρεώσεις και τελικώς οι ενάγοντες να χρεωθούν επιπλέον 1,3889 % περισσότερο με τόκους. ΟΙ ένδικες συμβάσεις στεγαστικών δανείων αποτελούν κατ’ αρχάς καταναλωτικές συμβάσεις λόγω της ιδιότητας της εναγομένης τράπεζας ως προμηθεύτριας της οικείας τραπεζικής υπηρεσίας και των εναγόντων ως τελικών αποδεκτών της οικείας τραπεζικής υπηρεσίας. οι συναφθείσες συμβάσεις στεγαστικών δανείων εμπίπτουν στις περιπτώσεις, που κατά το νόμο, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην παραπάνω μείζονα σκέψη, απαγορεύεται η χρήση έτους 360 ημερών για τον υπολογισμό των Τόκων, οπότε και απαγορεύεται η αναγραφή όρου, που προβλέπει υπολογισμό των Τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους. Κατ’ εφαρμογή δε του ανωτέρω όρου σε κάθε επίδικη δανειακή σύμβαση οι τόκοι υπολογίστηκαν εκ μέρους της εναγομένης βάσει έτους 360 ημερών και όχι 365 ημερών, o δε ως άνω όρος της Κάθε επίδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου τυγχάνει άκυρος ΓΟΣ, επειδή προσκρούει στην κατά το άρθρο 2 παρ, 6 v. 2251/1994 αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, Ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής, αφού με τον κατά τον τρόπο αυτό υπολογισμό οι ενάγοντες ως καταναλωτές δεν πληροφορήθηκαν το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ, επιβαρυνθέντες με περισσότερους τόκους σε ποσοστό 1,3889 %. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη η αγωγή ως προς το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας του όρου 10 παρ. 2 όρο του προσαρτήματος Ι των επίδικων συμβάσεων στεγαστικών δανείων, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

595/2022 Εφετείο Πειραιά (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

Οι εταιρίες διαχείρισης του Ν. 3165/2003 δεν νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις.

Όταν η επιταγή προς εκτέλεση, είναι προ της 01.01.2022, εφαρμόζεται το 937 παρ. 1 β ΚΠολΔ, στην παλιά του μορφή, κατά συνέπεια η αίτηση αναστολής εισάγεται με αυτοτελές δικόγραφο και όχι με το εφετήριο και κατατίθεται πέντε εργάσιμες ημέρες πριν τον πλειστηριασμό.

Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του N 3156/2003, δεν απονέμει, κατά τη γνώμη που υιοθετεί και το Δικαστήριο αυτό, στην εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του N 4354/2015 στο άρθρο 2 ξ 4 αυτού. Με άλλα λόγια δεν της απονέμει ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες.

Με το Ν 4354/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το Ν 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ,λπ. με τιτλοποίηση. Εξακολούθησε και εξακολουθεί να ισχύει για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Μάλιστα, για να μην υπάρξει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίσθηκε στο άρθρο 1 1 περ. δ’ του Ν 4354/2015 ότι «οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3106/2003* 1905/1990, 1665/1986, 3606/2007 και 4261/2014» (βλ. καιΑΠ 822/2022 Antimolia, ΑΠ 909/2021 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΜονΕφΑθ 1858/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜουΕφΠειρ 467/2022 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του ΕφΠειρ, ΜονΕφΛαρ 250/2022 sakkoulas οπ line, Contra ΑΠ 1102/2022 Antimolia και σχ. 402 και 883/2021, χωρίς ιδιαίτερη αιτιολογία, καθώς και ΜΠρΑθ 842/2022 ΝΟΜΟΣ και Γ, Ορφανίδη (Γνωμ.), το κανονιστικό περιεχόμενο του N 4354/2015, ΕφΑΔ 2021.1283, με τη σκέψη ότι το νομοθετικό πλαίσιο του Ν 4354/2015 εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του δικαίου, που διέπει την ουσιαστική έννομη σχέση. Αρκεί το γεγονός ότι ο αντισυμβαλλόμενος – δανειολήπτης έχει την έδρα ή την κατοικία του στην Ελλάδα).

Εν συνεχεία, πιθανολογείται ότι αμφότερες οι ανωτέρω συμβάσεις καταρτίστηκαν σύμφωνα με τον N 3156/2003 και διέπονται από αυτόν. Συνεπώς, η καθ’ ης διαχειρίστρια εταιρεία φέρει την ιδιότητα της αντιπροσώπου της ανωτέρω δικαιούχου εταιρείας και δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου (μη δικαιούχου) διαδίκου, αφού ο ανωτέρω νόμος δεν απονέμει σ’ αυτήν τέτοια ιδιότητα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφού η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων αντλείται απ’ ευθείας από το νόμο, εφόσον έχει συναφθεί η προβλεπόμενη από τον Ν 4354/2015 σύμβαση (βλ. Κιτσαρά, Η περαιτέρω μεταβίβαση απαιτήσεως από δάνεια και πιστώσεις μετά την αρχική απόκτησή της από «εταιρεία αποκτήσεως» του Ν. 4354/2015, σε ΧρΙΔ 2019.305). Η δε περιγραφόμενες στην ανωτέρω σύμβαση υπό στοιχείο «Δ περίληψη των εξουσιών του Διαχειριστή» εξουσίες, στις οποίες περιλαμβάνεται και η δικαστική επιδίωξη απαιτήσεων, δεν δύνανται να θεμελιώσουν νομιμοποίησή της για διενέργεια διαδικαστικών πράξεων ενώπιον του Δικαστηρίου και επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον η συμβατική θεμελίωση της νομιμοποιήσεως, εκτός του ότι παραβλάπτει αυθαιρέτως τα συμφέροντα του αντιδίκου του νομιμοποιούμενου, οδηγεί και σε διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της δίκης και του δεδικασμένου δυνάμει ‘διωτικής βουλήσεως, γι’ αυτό και θεωρείται ανεπίτρεπτη (ΑΠ 45/2007 Δ 2007.583). Δικαστική δε παράσταση με εκούσιο αντιπρόσωπο δεν επιτρέπεται ούτε με την επίκληση της ιδιότητας του γενικού εντολοδόχου (ΑΚ 713), έστω μάλιστα και αν ο εκούσιος αντιπρόσωπος διορίσει δικηγόρο ως δικαστικό πληρεξούσιο, ενώ η ανέκκλητη εντολή, που παρέχεται για την είσπραξη απαιτήσεώς (ΑΚ 72452) δεν ενσωματώνει και δυνατότητα στον εντολοδόχο ασκήσεως αγωγής στο όνομά του (ΑΠ 439/1979, ΝΟΒ1980.1912, ΑΠ 45/2007 ό.α. και N. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, έκδοση (2020), Τόμος l, σελ. 372-373). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η καθ’ ης δεν νομιμοποιείτο ενεργητικά αφενός στην έκδοση της Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αφετέρου στην επίσπευση, στο όνομά της, αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των καθ’ επιδίδοντας σ’ αυτούς κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου αυτής την από 16.12.2021 επιταγή προς πληρωμή και επιβάλοντας κατά των των αιτούντων την υπ’ αριθ. έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε σε αντίθετη κρίση και απέρριψε ως νομικά αβάσιμους τους σχετικούς λόγους ανακοπής, επειδή έκρινε ότι η νομιμοποίηση της καθ’ ης στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 Ν 4354/2015, παρότι αυτή δεν εφαρμόζεται στη διαδικασία που προβλέπεται από τον Ν 3156/2003, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός (πρώτος) λόγος της έφεσης πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν.

Αναστέλλεται η εκτέλεση.

Προσωρινή Διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (14.09.2022)-Απαγόρευση Αποκοπής Ηλεκτροδότησης σε επιχείρηση.

Με Προσωρινή Διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, διατάχθηκε, μέχρι και υπό τον όρο συζήτησης των ασφαλιστικών μέτρων, η απαγόρευση αποκοπής ηλεκτροδότησης μικρού καταστήματος εστίασης στα Τρίκαλα Θεσσαλίας, για οφειλή 24.000,00 ευρώ, απορρέουσας από χρεώσεις της ρήτρας αναπροσαρμογής, κατά το χρονικό διάστημα από Ιούλιο 2021 έως Αύγουστο 2022. Για να αναλογιστείτε δε την αδιαφάνεια του μαθηματικού τύπου υπολογισμού της Ρήτρας Αναπροσαρμογής, ο τελευταίος έχει ακριβώς ως κάτωθι: Άθροισμα ΟΤΣ + (ΛΠ1 + ΛΠ2 = ΛΠ3) = ΜΜΚΘΣΣ + ΜΜΑΕ) Χ (1 + α = 1,175). Για ΛΠ1, ΛΠ2, ΛΠ3 + ΜΜΚΘΣΣ + ΜΜΑΕ, λαμβάνεται υπόψιν ο μέσος όρος 12 εκκαθαρισθέντων λογαριασμών μηνών πριν το μήνα αναφοράς. Πέραν των όσων πιο πάνω αναφέρονται, για την αποκωδικοποίηση των ανωτέρω εννοιών του τύπου, ο καταναλωτής, πρέπει να ανατρέξει στους εξής συνδέσμους: enexgroup.gr, lagie.gr, admie.gr, rae.gr.

7306/2022 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής-Ειδ Διαδικασία Περ Διαφορών)

Ακύρωση Διαταγής Πληρωμής.

Από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει o δικαιούχος στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων, την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων με τους τυχόν οφειλομένους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή και ότι σ’ αυτή πρέπει να επισυνάπτονται όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, καθώς και το πρόσωπο του δικαιούχου και του οφειλέτη. Αν δεν προσκομισθούν στον αρμόδιο δικαστή το αργότερο πριν την έκδοση της διαταγής πληρωμής τα ανωτέρω έγγραφα, ο τελευταίος οφείλει, κατ’ άρθρο 62831 περ. α’ ΚΠολΔ, να απορρίψει τη σχετική αίτηση ως απαράδεκτη. Εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του καθ’ ου η διαταγή, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της ουσιαστικής απαίτησης με τη βραδύτερη (μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής) προσαγωγή των ως άνω αποδεικτικών εγγράφων, καθώς αντικείμενο της δίκης και κατά συνέπεια της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου, που δικάζει την ανακοπή, δεν καθίσταται και το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Έτσι το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, εάν από τα έγγραφα, που προσκομίστηκαν μέχρι την ημέρα έκδοσης της διαταγής πληρωμής, δεν αποδεικνύεται η απαίτηση και το ποσό της δεν μπορεί να διαγνώσει, στηριζόμενο σε άλλα στοιχεία, διαφορετικά από αυτά, που προσκομίστηκαν και υποβλήθηκαν στο δικαστή που εξέδωσε τη διαταγή και συγκεκριμένα σε έγγραφα προσκομιζόμενα το πρώτον στη δίκη της ανακοπής, αλλά οφείλει να δεχθεί το αίτημα της ανακοπής και να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, χωρίς όμως η απόφαση αυτή να παράγει δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη της απαίτησης, η οποία δεν διαγνώσθηκε (για όλα τα ανωτέρω βλ. ΟλΑΠ 10/ 1997 ΕλλΔνη 1997/768, ΑΠ 341/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 914/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 713/2012 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1378/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι δεν αποδεικνύεται η αιτία της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, με βάση την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ότι η καθ’ ης η ανακοπή παρέλειψε να προσκομίσει ενώπιον της Δικαστή που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμή την ειδικότερα αναφερόμενη στο πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής τους πρόσθετη πράξη, αν και επικαλέσθηκε αυτήν κατά την υποβολή της αίτησής της προς τον σκοπό απόδειξης της απαίτησής της. Το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ανακοπής τυγχάνει ορισμένο και νόμιμο, στηριζόμενο στο συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216, 217, 44451, 448ξ1, 454, 585, 623, 626*2 περ. γ’ και 3 και 630 περ. γ’ ΚΠολΔ και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Ακολούθως, η καθ’ ης η ανακοπή κατέθεσε ενώπιον της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου την από 01.10.2018 και με αριθμό κατάθεσης 14195/24.10.2018 αίτησή της, με την οποία ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 1.175/2019 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου. Στις σελίδες 2 και 3 της τελευταίας και υπό στ. δ’ αναγράφεται ότι λήφθηκαν υπόψη τα ακόλουθα έγγραφα, τα οποία προσκομίσθηκαν σε πρωτότυπη μορφή προς τον σκοπό απόδειξης της ύπαρξης και του ύψους της καθ’ ης η ανακοπή: «Επειδή η κρινόμενη Αίτηση με την οποία ζητείται η έκδοση Διαταγής Πληρωμής ποσού (123.798,77) ΕΥΡΩ, εντόκως αποδεικνύεται δε και ουσιαστικά βάσιμη από τα προσκομιζόμενα στο πρωτότυπο έγγραφα, δηλαδή: 1) α) δ. Τις από 23-12-2002, 14-11-2003, 31-12-2003, 28-1-2005 και 14-10-2009 πρόσθετες πράξεις, με τις οποίες τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν, αφενός μεν η άνω σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, αφετέρου δε οι όροι λειτουργίας του ανοιγέντος επ’ ονόματι της πιστούχου, για την κάλυψη αναγκών της σε κεφάλαια κίνησης, υπ’ αριθμόν 10544066136 λογαριασμού καταθέσεων όψεως. Ειδικώτερα, η αιτούσα παρείχε στον πιστούχο το δικαίωμα χρήσης της ως άνω πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, με υπεραναλήψεις από τον άνω λογαριασμό καταθέσεων όψεως, για την κάλυψη των αναγκών της σε κεφάλαια κίνησης, αρχικά μέχρι του συνολικού ποσού των (60.000,00) ΕΥΡΩ και στη συνέχεια μέχρι του ποσού των (110.000,00) ΕΥΡΩ. … Και οι άνω πρόσθετες πράξεις αποτελούν ολοκληρωτικό και αναπόσπαστο μέρος της άνω σύμβασης πιστώσεως και ένα ενιαίο όλον με αυτήν». Εντούτοις, το έγγραφο της από 14.10.2009 πρόσθετης πράξης δεν προσκομίσθηκε από την καθ’ ης η ανακοπή και, συνακόλουθα, δεν λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, σύμφωνα με την από 04.04.2019 βεβαίωση του γραμματέα του Τμήματος Πιστωτικών Τίτλων του Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν σχετικής αίτησης των ανακοπτόντων, το ως άνω έγγραφο απουσιάζει από τον φάκελο της δικογραφίας και, συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι: «Σήμερα, 4-4-2019 και ώρα 13.30 στο φάκελο της παραπάνω δικογραφίας δεν υπάρχει η πρόσθετη πράξη με ημερομηνία 14.10.2009 που αναφέρεται στην παράγραφο Ιγ της ανωτέρω αναφερομένης αιτήσεως». Η καθ’ ης η ανακοπή με τις από 23.03.2022 προτάσεις της ισχυρίζεται ότι το ως άνω έγγραφο υφίσταται και ότι έχει τη μορφή της από 14.10.2009 επιστολής της πρώτης ανακόπτουσας προς την Ιδία (καθ’ ης η ανακοπή), γίνεται, δε, αναφορά στην επιστολή αυτή υπ’ αριθμ. Δ83ΟΟ/ 14.11.2003 πρόσθετη πράξη για την αύξηση του ορίου υπεραναλήψεων. Ότι το γεγονός της ύπαρξής της προκύπτει από το ότι στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής αναφέρεται ότι λήφθηκε υπόψη από την Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου.

Εντούτοις, μόνο το γεγονός ότι στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής αναγράφηκε ότι λήφθηκε υπόψη το έγγραφο της από 14.10.2009 πρόσθετης πράξης δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι τούτο υφίστατο πράγματι εντός της δικογραφίας, ενόψει και της από 04.04.2019 βεβαίωσης του Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, από την προκύπτει σαφώς ότι απουσιάζει από τον φάκελο αυτό.

Ιδίως ότι ευρίσκεται αυτό εντός του φακέλου της δικογραφίας της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ενόψει του ότι η καθ’ ης η ανακοπή δεν προσεκόμισε σχετική βεβαίωση του Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου. Ούτε, άλλωστε, τούτο προσκομίζεται ως αντίγραφο εκ του ευρισκόμενου στη δικογραφία πρωτότυπου εγγράφου, ενόψει του ότι στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής γίνεται αναφορά ότι άπαντα τα επικαλούμενα έγγραφα προσκομίζονται σε πρωτότυπη μορφή. Αντιθέτως, το γεγονός ότι η καθ’ ης η ανακοπή προσκομίζει αυτό δίχως τη σχετική βεβαίωση του Γραμματέα ενδεικνύει την απουσία του από τον φάκελο της σχετικής δικογραφίας.

Κατόπιν τούτων, κατά τη διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δεν συνέτρεχε η διαδικαστική προϋπόθεση της έγγραφης απόδειξης της απόδειξης της ύπαρξης και του ύψους της καθ’ ης η ανακοπή, ενόψει και της φύσης της πρόσθετης πράξης ως σχετιζόμενης με το όριο υπεραναλήψεων, και, επομένως, πρέπει, λόγω του διαδικαστικού αυτού απαραδέκτου, να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η κρινόμενη ανακοπή και να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 1.175/2019 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ, γενομένου δεκτού ως κατ’ ουσίαν βάσιμου του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου της ανακοπής παρέλκει η εξέταση των έτερων λόγων ανακοπής. Τέλος, η ηττηθείσα καθ’ ης η ανακοπή πρέπει να καταδικασθεί στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των ανακοπτόντων, ενόψει της υποβολής οικείου αιτήματος από αυτούς, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176 ΚΠολΔ).

118/2022 ΕιρΠειραιά (Διαδ. Ασφαλιστικών Μέτρων)

Αίτηση Αναστολής αρ. 6 παρ. 5. Ν. 3869/2010

Αναστολή Διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της κύριας κατοικίας δανειολήπτριας

Η αίτηση του αρ. 6 παρ. 5, στρέφεται κατά των πιστωτών που έχουν εκκινήσει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, πλην όμως η παραδοχή της ισχύει erga omnes.

Η εκκαλουμένη απόφαση, υπέπεσε σε σφάλμα, εξετάζοντας την ένσταση περί δολίας περιέλευσης, που πρότειναν αορίστως οι πιστωτές, αυτεπαγγέλτως, μολονότι έπρεπε να την απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της. Μετά ταύτα κι επειδή πιθανολογείται η ευδοκίμηση της έφεσης, δέχεται την αίτηση και αναστέλλει την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι την επιταγή προς εκτέλεση, την επιδοθείσα κατασχετήρια έκθεση και τον προγραμματισθέντα πλειστηριασμό μέχρι συζήτηση της έφεσης.

609/2022 Ειρηνοδικείο Αθηνών (Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής-Ειδ Διαδικασία Περ Διαφορών)

Ακύρωση Διαταγής Πληρωμής.

Περίπτωση έμμεσης κεκαλυμμένης μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς στο δανειολήπτη αποτελεί και ο συνυπολογισμός του ποσοστού της στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρεται, αντί να γίνεται μνεία για την επιβάρυνση του δανειολήπτη με την εισφορά του Ν. 12811975 στη δανειακή σύμβαση (βλ. και παρατηρήσεις Δ.Χατζημιχαήλ κάτω από το κείμενο της 124/2007 απόφασης Εφετείου Λαμίας σε Αρμ. 2009 Β σελ. 1194,1196). Στα ίδια πλαίσια κινείται η ΠΔΠΕ 1969/1991, όπως και η ΠΔΙΔΤ 2501/2002 (Α 277), στην οποία προβλέπεται, ως προς τις χορηγήσεις, η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να ενημερώνουν, με ιδιαίτερη αναφορά, τους δανειολήπτες για την επιβολή ειδικών εισφορών, φόρων και τελών κατά είδος και ποσό ή ποσοστό (βλ. άρθρο 2α περ.Ι’), στις οποίες ειδικές εισφορές συγκαταλέγεται και αυτή του Ν. 128/1975. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν είναι νόμιμος ο ανατοκισμός του ποσού της εισφοράς αυτής κατά τις περιόδους και τη συχνότητα, που ανατοκίζονται τα τραπεζικά δάνεια και τούτο γιατί ανατοκισμός επιτρέπεται μόνον επί των καθυστερούμενων τόκων και όχι επί των φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών (άρθρα 12 του Ν. 2601/1998, 30 του Ν. 2783/2000, 47 του N. 2783/2000, 42 του N. 2912/2001 39 του N. 3259/2004), επομένως κάθε αντίθετη πρόβλεψη στη σύμβαση είναι αντίθετη με τις παραπάνω διατάξεις και ελέγχεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 174 178 και 179 του Α.Κ.

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠοΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 ΚΠολΔ μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Τα έγγραφα δε αυτά, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, πρέπει, κατά τη διάταξη του άρθρου 626 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, να επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Το εκκαθαρισμένο της απαίτησης πρέπει να προκύπτει αποκλειστικά και μόνο από το περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, επιτρεπομένης της συμπλήρωσης και από τα έγγραφα με βάση τα οποία εκδόθηκε η τελευταία και βρίσκονται στο σχετικό φάκελο. Οποιαδήποτε άλλη συμπλήρωση από προσκόμιση εγγράφων εκτός φακέλου, ήτοι εγγράφων, που δεν χρησιμοποιήθηκαν από τον αιτούντα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν επιτρέπεται.

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η απαίτηση της καθ’ης, εφόσον έχει υπολογιστεί με βάση παράνομους και άκυρους όρους της σύμβασης, καθώς και παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς του v. 128/1975, είναι μη νόμιμη, αβέβαιη και ανεκκαθάριστη και επομένως η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής που την ενσωματώνει ακυρωτέα, ως εκδοθείσα για μη βέβαιη και μη εκκαθαρισμένη απαίτηση. Ο λόγος αυτός της ανακοπής προβάλλεται παραδεκτά και είναι νόμιμος, καθώς στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 294 Α.Κ. και 2 παρ. 7 περ. ια’ Ν. 2251/1994, και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.

Περαιτέρω, απεδείχθη ότι η καθ’ ης συνυπολόγισε την εισφορά του Ν. 128/1975, τόσο στον καθορισμό του συμβατικού επιτοκίου, όπως προκύπτει από τον πίνακα Α -σελ. 5 της επίδικης σύμβασης όπου αναγράφεται ότι για τη VISA CLASSIC το επιτόκιο ανέρχεται σε 16,70% (πλέον εισφοράς Ν. 128/75) όσο και στον καθορισμό του επιτοκίου υπερημερίας, επιπλέον δε η καθ’ ης εφάρμοζε ανατοκισμό των σε καθυστέρηση τόκων οποιασδήποτε μορφής (αποτελούμενων κατά τα ανωτέρω και από την εισφορά του Ν. 128/1975) όπως προκύπτει από τον όρο 7 της επίδικης σύμβασης όπου αναφέρεται ότι «Σε περίπτωση, που δεν καταβληθεί εμπρόθεσμα στην Τράπεζα έως την ημέρα εξοφλήσεως το ποσό της ελάχιστης καταβολής, o κάτοχος καθίσταται υπερήμερος, χωρίς οποιαδήποτε ενέργεια ή όχληση από την Τράπεζα, και το ποσό αυτής (της ελάχιστης καταβολής κατά κεφάλαιο, τόκους, έξοδα και λοιπές χρεώσεις, όπως αυτές εμφανίζονται στον τελευταίο μηνιαίο λογαριασμό), επιβαρύνεται με τόκο υπερημερίας, που υπολογίζεται με επιτόκιο υπερημερίας ίσο προς το ετήσιο (συμβατικό) επιτόκιο, προσαυξημένο κατά 2,5 % εκατοστιαίες μονάδες. οι καθυστερούμενοι τόκοι κεφαλαιοποιούνται και ανατοκίζονται ανά εξάμηνο, τόσο πριν όσο και μετά το κλείσφμο του λογαριασμού ήΙκαι την ενδεχόμενη έκδοση διαταγής πληρωμή2Και ναι μεν η έμμεση μετακύλιση της ανωτέρω εισφοράς από την καθ’ ης (τράπεζα) στον ανακόπτοντα δεν αντίκειται στο άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 12811975 ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου (βλ. ΑΠ 430/2005, ΕφΑθ 1558/2007, ό.π.), στο βαθμό που το ποσοστό αυτής είχε προσδιοριστεί στη σύμβαση και είχε γίνει αναφορά για τη χρέωσή της στον οφειλέτη, ωστόσο, δεν είναι νόμιμος ο ανατοκισμός της και τούτο διότι, ως αναφέρθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη, επιτρέπεται ανατοκισμός μόνον των καθυστερούμενων τόκων και όχι των, φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών. Ωστόσο, από το συνδυασμό των ανωτέρω όρων της σύμβασης, καθίσταται σαφές ότι η καθ’ ης ανατόκιζε παράνομα τα ποσά της εισφοράς του ν. 128/1975, καθώς κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως κεφαλαιοποιούσε την εισφορά του Ν. 128/1975 και ανατόκιζε τα ποσά της -αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) περιέχοντες και ποσά εισφοράς του ν. 128/1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά (εκτοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς). Έτσι, λόγω της ακυρότητας των συμπεριλαμβανομένων στον τηρηθέντα για την επίδικη σύμβαση λογαριασμό ποσών, η προσβαλλόμενη διαταγή είναι άκυρη, κατά το μέρος που επιδίκασε στην καθ’ ης απαίτηση που δεν γεννήθηκε ποτέ.

Δέχεται Ανακοπή.

Αριθμός 4/2022 ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

Πράξη της Επιτροπής του άρθρου 20Α παρ.1 του ν. 484212021

Η Επιτροπή του άρθρου 20Α παρ.1 του ν. 4842/2021, όπως ισχύει, αποτελούμενη από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου Μαρία Γεωργίου, την αρχαιότερη Αντιπρόεδρο και Πρόεδρο του καθ’ ύλη αρμοδίου Πολιτικού Τμήματος (Δ’) Κωστούλα Φλουρή — Χαλεβίδου και τον Αντιπρόεδρο Νικόλαο Πιπιλίγκα, Πρόεδρο του Β2 Πολιτικού Τμήματος.

Συνήλθε στις 14 Ιουνίου 2022, ημέρα Τρίτη και ώρα 13.00 μμ. στο γραφείο της Προέδρου του Αρείου Πάγου, χωρίς την παρουσία γραμματέα, προκειμένου ν’ αποφανθεί επί της από 24.5.2022 αίτησης (αριθ. πρωτ. 1159125.5.2022) α) της εδρεύουσας στην Αθήνα ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΑΕ», β) της εδρεύουσας στην Ιρλανδία εταιρείας ειδικού σκοπού περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «PPC ZElJS DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» απαιτήσεις της από συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας κατά το ν. 3156/2003 και γ) της εδρεύουσας στην Ιρλανδία εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PPC ENERGY FINANCE DESIGNATED ACTlVlTY COMPANY» για απαιτήσεις της από συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας κατά το ν. 3156/2003, που εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των………………, στρεφομένης κατά α) του εδρεύοντος στην Αθήνα δευτεροβάθμιου καταναλωτικού σωματείου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ  ΙΝΚΑ (ΓΟΚΕ)» και β) του εδρεύοντος στο Αγρίνιο πρωτοβάθμιου καταναλωτικού σωματείου με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΝΟΜΟΥ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ», που εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των Αλέξιο Αλεξόπουλο, Γεώργιο Καλτσά και Μάριο Μαρινάκο, παραστάντος και του προσθέτως υπέρ του πρώτου των ως άνω σωματείων παρεμβάντος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, τον οποίο εκπροσώπησε ο Πρόεδρος αυτού Δημήτρης Βερβεσός και ο πληρεξούσιος δικηγόρος Γεώργιος Μεντής.

Αφού έλαβε υπόψη:

α) το άρθρο 20Α του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του Κεφαλαίου Α του μέρους Α του v. 4842/2021 (ΦΕΚ Α 190/13.10.2021) καΙ ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 120 του ιδίου νόμου από 1.1.2Ο22.

β) το άρθρο 116 παρ. Ι α του ως άνω νόμου ν. 4842/2021, όπως διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ.ι του v. 4871/2021 (ΦΕΚ Α 246110.12.2021), σύμφωνα με το οποίο το άρθρο 20Α του εφαρμόζεται για τα ένδικα βοηθήματα και δικόγραφα που πρόκειται να κατατεθούν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου (4842/2021).

γ) την από 24.5.2022 αίτηση (αριθ. πρωτ. 1161125.5.2022), με την οποία οι αιτούσες εταιρείες ζητούν, κατ’ επίκληση του άρθρου 20Α ΚΠολΔ την εισαγωγή προς εκδίκαση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου της από

4.5.2022 κατά το άρθρο 10 παρ. 16 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει, εκκρεμούς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών συλλογικής αγωγής (με ΓΑΚ 40620/2022 ΕΑΚ 200/2022) του α) ΤοΙ.] εδρεύοντος στην Αθήνα δευτεροβάθμιου καταναλωτικού σωματείου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΙΝΚΑ (ΓΟΚΕ)» β) του εδρεύοντος στο Αγρίνιο πρωτοβάθμιου καταναλωτικού σωματείου με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΝΟΜΟΥ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ» κατά των α) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΑΕ», β) της εδρεύουσας στην Ιρλανδία εταιρείας ειδικού σκοπού περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «PPC ZElJS DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» για απαιτήσεις της από συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας κατά το ν. 3156/2003 και γ) της εδρεύουσας στην Ιρλανδία εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PPC ENERGY FINANCE DESIGNATED ACTlVlTY COMPANY» για απαιτήσεις της από συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας κατά το ν. 3156/2003. Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι με την ως άνω συλλογική αγωγή τίθενται προς εξέταση ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, τα οποία δεν έχουν αντιμετωπισθεί νομολογιακά και ειδικότερα εάν είναι άκυρη λόγω αδιαφάνειας και καταχρηστικότητας, καθώς και λόγω διατάραξης της αρχής της ισορροπίας, η εκ μέρους της πρώτης αιτούσας εφαρμογή της ρήτρας αναπροσαρμογής στο πλαίσιο των οικιακών τιμολογίων ΓΙ και Γ2, συμπεριλαμβανομένων και των Κοινωνικών Τιμολογίων, των επαγγελματικών τιμολογίων Γ21, Γ22, Γ23, Ε21, Ε22, Ε23, του τιμολογίου φωτισμού οδών και πλατειών (ΦΟΠ), του αγροτικού τιμολογίου χαμηλής τάσης καθώς και των εμπορικών τιμολογίων ΔΕΗ my Home Enter/Online/Enter +, εάν είναι νόμιμη από άποψη διαφάνειας η ως άνω ρήτρα, λόγω του μαθηματικού τύπου — χαρακτήρα της που συνδέεται με την «τιμή εκκαθάρισης ενέργειας», εάν είναι νόμιμοι από πλευράς δικαίου προστασίας του καταναλωτή οι γενικοί όροι των συναλλαγών της σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας οικιακού πελάτη ή μη οικιακού πελάτη με ισχύ παροχής έως 25 KVA που προβλέπουν δυνατότητα αναπροσαρμογής των τιμολογίων της, εάν συνιστά αθέμιτη εμπορική πρακτική η εκ μέρους της ΔΕΗ εισαγωγή της ρήτρας αναπροσαρμογής στα ισχύοντα τιμολόγια προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και εάν οι ως άνω όροι περί αναπροσαρμογής είναι άκυροι στο πλαίσιο εφαρμογής του ν. 2251/1994 και των άρθρων 281, 288, 371 ,372 και 388 του

ΑΚ.

δ) τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 και 20 του ν. 2251/1994, όπως τροποποιηθείς ισχύει, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, από τις οποίες προκύπτει ότι η συλλογική αγωγή, αποτελούσα θεσμό συλλογικής προστασίας των καταναλωτών προς διαφύλαξη των συμφερόντων τους σε συλλογικό επίπεδο, έχει ως αντικείμενο την αυθεντική βεβαίωση αντικαταναλωτικής συμπεριφοράς εκ μέρους του προμηθευτή ή του παρόχου υπηρεσίες και την απαγόρευσή της ή τη διάπλαση καταστάσεως με την επιβολή αντίρροπων ρυθμιστικών μέτρων χάριν της προστασίας των καταναλωτών, από την απόφαση δε που εκδίδεται επ’ αυτής και δέχεται τη συλλογική αγωγή παράγεται μια ιδιότυπη δεσμευτικότητα που ισχύει έναντι πάντων, με συνέπεια με την έκδοσή της να εξαλείφεται ο κίνδυνος δημιουργίας σωρείας δικών σχετικά με το επιλυθέν μέσω αυτής ζήτημα, η δε εκδίκαση των εκκρεμουσών για το ίδιο ζήτημα ατομικών δικών να καθίσταται περιττή, βαίνουσα έτσι παραλλήλως προς τον θεσμό της πιλοτικής δίκης του άρθρου 20Α του ΚΠολΔ που επίσης αποβλέπει στην ταχύτερη και αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης σε υποθέσεις που οδηγούν ή αναμένεται να προκαλέσουν μεγάλο αριθμό δικών και μάλιστα η συλλογική αγωγή επιλύει επί της ουσίας το σχετικό ζήτημα οριστικά, χωρίς την ανάγκη αναπομπής της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο για την κατ’ ουσία έρευνα της διαφοράς, μετά την επίλυση του νομικού ζητήματος από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, κατά την παρ.5 του άρθρου 20Α του ΚΠολΔ.

 
  

ε) το ότι τα κριτήρια και οι προυποθέσεις για τη νομιμότητα της επιβολής της ρήτρας αναπροσαρμογής της αντιπαροχής από άποψη δικαίου προστασίας καταναλωτή έχουν ήδη νομολογιακά κριθεί τόσο σε επίπεδο εσωτερικού, όσο και σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου σε συλλογικές αγωγές καταναλωτών κατά προμηθευτών σε άλλους τομείς παροχής υπηρεσιών, αλλά και σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου σε συμβάσεις παροχής ενέργειας, ενώ οι επί μέρους ειδικές συνθήκες ένταξης της ρήτρας αναπροσαρμογής της αιτούσας στις συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας οικιακού πελάτη ή μη οικιακού πελάτη με ισχύ παροχής έως 25 KVA αλλά και στα λοιπά τιμολόγια, και η μεθοδολογία εφαρμογής αυτής, ως και η ικανοποίηση ή μη της αρχής της διαφάνειας με βάση τις παρεχόμενες στους καταναλωτές από την πρώτη αιτούσα πληροφορίες, άπτονται της ουσίας της ένδικης διαφοράς και δεν συνιστούν αυτές καθ’ εαυτές επίλυση νέου δυσχερούς ερμηνευτικού νομικού ζητήματος.

στ) το ότι οι επί μέρους ρυθμίσεις των εξουσιοδοτικών διατάξεων των άρθρων 51 και 138 του ν. 4001/2011 και των άρθρων 11 παρ. 1 και 2 “Τιμολόγια Προμήθειας”, 21 “Καταγγελία Σύμβασης Προμήθειας”, 30 “Τροποποίηση όρων Σύμβασης Προμήθειας” του Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΚΠΗΕ), ως και του άρθρου 1 παρ.2 περ. στ του συνημμένου στον πιο πάνω Κώδικα Παραρτήματος ΙΙ “Βασικές Αρχές Τιμολόγησης Ηλεκτρικής Ενέργειας”, το περιεχόμενο των οποίων επικαλείται η αιτούσα με το υπόμνημα, παρά τον λεπτομερή χαρακτήρα τους, καταλείπουν πεδίο διακριτικής ευχέρειας στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας κατά την εφαρμογή αυτών και συνακόλουθα και στην αιτούσα ως προς τις συνθήκες ένταξης, το περιεχόμενο τροποποίησης όρων των συμβάσεων παροχής ηλεκτρικής ενέργειας με τους καταναλωτές, και Ιδίως ως προς τη μεθοδολογία υπολογισμού του αντιτίμου παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και κατά συνέπεια οι επί μέρους συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες η αιτούσα προέβη σε τροποποίηση του σχετικού όρου των συμβάσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας των καταναλωτών και ιδίως η τήρηση ή μη εκ μέρους αυτής των αρχών τιμολόγησης, ούτως ώστε ν’ αντανακλούν το κόστος αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από την αιτούσα στην χονδρεμπορική αγορά και τους μηχανισμούς της, το κόστος της δραστηριότητας εμπορίας και διαχείρισης πελατών και ένα εύλογο κέρδος, άπτονται της ουσίας της διαφοράς που θα προκύψει από τις αποδείξεις, ενόψει μάλιστα του ότι παγίως γίνεται δεκτό από τη νομολογία του Αρείου Πάγου ότι η έγκριση των σχετικών ρητρών στις συμβάσεις με καταναλωτές με κανονιστικές ρυθμίσεις της διοίκησης δεν αποκλείει τον έλεγχο της συμβατότητας αυτών από την άποψη δικαίου προστασίας του καταναλωτή.

ζ) το ότι ο χαρακτηρισμός ή μη της εφαρμογής της ρήτρας αναπροσαρμογής με την πληττόμενη με την συλλογική αγωγή μεθοδολογία υπολογισμού αυτής εκ μέρους της αιτούσας, ως αθέμιτης εμπορικής πρακτικής και ως καταχρηστικής λόγω προφανούς υπέρβασης των κατά το άρθρο 281 του ΑΚ ορίων, καθώς και η συνδρομή ή μη των προυποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 371- 372 του ΑΚ στην ένδικη υπόθεση, συναρτώνται άρρηκτα από τις ειδικότερες συνθήκες Ιδίως της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, περιστάσεις και σχέσεις κατά το χρόνο ένταξης της ως άνω ρήτρας στα εν λόγω τιμολόγια προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και κατά τη διάρκεια εφαρμογής της που εκ των πραγμάτων συνιστούν ζήτημα απόδειξης.

η) το ότι δεν προβλέπεται κατά νόμο η επιδίκαση δικαστικής δαπάνης κατά την ενώπιον του Αρείου Πάγου διαδικασία της τριμελούς επιτροπής του άρθρου 20Α του ΚΠολΔ.

θ) το γεγονός ότι για την αίτηση αυτή έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο ποσού 300 ευρώ (κωδικός ηλεκτρονικού παραβόλου

509997013952 1121 0015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι προυποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 20Α του ΚΠολΔ (v. 4842/2021).

Απορρίπτει την από 24.5.2022 και με αριθ. πρωτ. 1161125.5.2022 αίτηση.

Διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο το κατατεθέν κατά την υποβολή της ως άνω αίτησης παράβολο.

Αθήνα, 28 Ιουνίου 2022

Μονομελές Εφετείο Ναυπλίου 208/2022 (Τακτική Διαδικασία- Εμπράγματο)

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 και 13 ν. 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθρο 54 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι επί της οροφοκτησίας, η οποία αποτελεί σύνθετο αλλά ενιαίο εμπράγματο δικαίωμα, ιδρύεται, κυρίως μεν χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή απ’ όλους τους οροφοκτήτες χρήση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, κατά ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, οι αυλές, η κοινή είσοδος, οι πρωτότοιχοι, το δώμα κ.λπ. Ο ειδικότερος προσδιορισμός των κοινόκτητων και κοινόχρηστων αυτών μερών γίνεται είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, κατά τα άρθρα 4 παρ.  1 και 13 του άνω νόμου 3741/1929. Αν τούτο δεν γίνει, αν δηλ. δεν ορίζεται τίποτε από την συστατική πράξη, ούτε με κάποια ιδιαίτερη συμφωνία, τότε ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις πιο πάνω διατάξεις (βλ. ΟλΑΠ 5/1991 ΕλλΔνη 32[1991], 750, ΕφΠειρ 648/2006 ΕλλΔνη 2009, 258).

Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 953, 954, 1002 και 1117 ΑΚ, 1 και 14 του ν. 3741/1929, περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους, 1 και 2 του ν.δ. 1024/1971 “περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου” προκύπτει, ότι, εκτός από τις περιπτώσεις συστάσεως οροφοκτησίας με βάση τη διάταξη του άρθρου 480 Α’ Κ.Πολ.Δ., προστέθηκε με το άρθρο 11 του ν. 1562/1985 ή τις διατάξεις των άρθρων 1 και 6 του τελευταίου νόμου, χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου μπορεί να συσταθεί μόνο με δικαιοπραξία του κυρίου ή των συγκυρίων του όλου ακινήτου, δηλαδή, είτε με σύμβαση μεταξύ όλων των συγκυριών του όλου ακινήτου είτε με μονομερή δικαιοπραξία του κυρίου του όλου ακινήτου, εν ζωή ή αιτία θανάτου, όχι όμως και με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, η οποία, είναι δυνατή μόνο επί συστημένης ήδη χωριστής κυριότητας ορόφου ή διαμερίσματος, η σύσταση της οποίας περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και της μεταγραφής (ΑΠ 678/2009, ΑΠ 630/2006, ΑΠ 761/2002, ΕφΠειρ 648/2006 ΕλλΔνη 2009, 258). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045, 1051 ΑΚ συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή και ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 980, 981, 984 επ. , 994, 1113 και 1884 ΑΚ συνάγεται ότι ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος ακινήτου θεωρείται ότι το κατέχει επ’ ονόματι και των λοιπών συγκυρίων του, κατά των οποίων δεν μπορεί να αντιτάξει αποσβεστική ή κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία) προτού γνωστοποιήσει στους άλλους συγκυρίους την απόφασή του να το νέμεται (με τα προσόντα της χρησικτησίας) εφεξής ολόκληρο ή κατά ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του αποκλειστικώς στο όνομά του ως κύριος και από τη γνωστοποίηση αυτή πρέπει να έχει παρέλθει η απαιτούμενη για τη χρησικτησία εικοσαετία . Μεταξύ των εξ αδιαιρέτου συγκυρίων περιλαμβάνεται και ο συγκληρονόμος. Τέτοια γνωστοποίηση προς τους συγκυρίους μπορεί να γίνει είτε ρητώς είτε σιωπηρώς με πράξεις που εμφαίνουν την ως άνω απόφαση του συγκυρίου που κατέχει το πράγμα, ενώ η για αντιποίηση της νομής γνώση των λοιπών συγκυρίων μπορεί να προέλθει είτε από σχετική δήλωση εκείνου που αντιποιείται τη νομή του κοινού είτε από αλλού και έτσι αρκεί η γνώση του συγκυρίου για την αντιποίηση του κατέχοντος το κοινό από οπουδήποτε και εάν προέρχεται (βλ. ΑΠ 1175/2012, ΑΠ 1666/2012 , ΑΠ 449/2011 Νόμος, ΑΓΙ 1075/2005 ΝΟΒ 2006, 73, ΑΠ 1451/2004 ΕΕΝ 2005, 274, ΑΠ 463/2004 ΕλλΔνη 2004, 16861 18174/2012 18174/2012, Κ.  Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, Αθήνα, 1989, ς 17. Ια, σ. 81). Όμως τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση εκουσίας παραδόσεως της νομής μετά από άτυπη διανομή ή δωρεά μεταξύ των συγκυρίων, εφόσον έκτοτε ο κατέχων το κοινό σαφώς εκδηλώνει τη βούλησή του να νέμεται αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό, οι δε λοιποί που μετείχαν στη συμφωνία αυτή αποδέχθηκαν την βούλησή του (ΑΠ 485/1982). Κατά μείζονα λόγο τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται όταν ο ένας συγκληρονόμος παραχωρεί το μερίδιο του σε άλλον συγκληρονόμο. Τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται, όταν οι λοιποί μη ευρισκόμενοι στην κατοχή του κοινού συννομείς, εξεδήλωσαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη βούληση να μην είναι νομείς (συννομείς) πράγμα το οποίο συμβαίνει και επί εκουσίας αποξενώσεώς τους από το (ΑΠ 1930/2014, ΑΠ 954/2013, ΑΠ 1175/2012, ΑΠ 1713/2006, ΑΠ 1410/2003 Νόμος ). Εν προκειμένω, ήδη έστω από το έτος 1997, οπότε έλαβε χώρα η σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας, ο δικαιοπάροχός τους …….ανεχόταν, την κατ’ αποκλειστικότητα κατοχή της ισόγειας κατοικίας από τον……   και της κατοικίας του πρώτου ορόφου από τον……, ενώ ταυτόχρονα δεν προέβησαν ούτε ο δικαιοπάροχός τους , ούτε οι ίδιες ,σε ουδεμία πράξη νομής επί των επιδίκων εκδηλώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά τους να νέμονται αυτό , καθιστά ελάχιστα πειστικό τον ισχυρισμό τους ότι δεν τους είχε γνωστοποιηθεί ότι οι εκκαλούντες νέμονταν τα επίδικα για τον εαυτό τους, παρεκτός του ότι, λόγω της προαναφερομένης ατύπου συμφωνίας μεταξύ των συγκληρονόμων το έτος 1997 μαζί με την σύσταση των οριζοντίων ιδιοκτησιών, τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείτο. Έτσι τον Ιούνιο του έτους 2017 , ότε και συνεπληρώθη η εικοσαετία, ήτοι προ της ασκήσεως της αγωγής των εφεσιβλήτων  οι εκκαλούντες κατέστησαν κύριοι , ο μεν……..της υπό στοιχεία K-1 οριζοντίου ιδιοκτησίας , ο δε…….της οριζοντίου του πρώτου ορόφου ιδιοκτησίας και κατά τα υπόλοιπα % εξ αδιαιρέτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας Τα ανωτέρω σαφώς αποδεικνύονται από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εκκαλούντων, οι οποίοι βεβαιώνουν ότι, κατόπιν ατύπου συμφωνίας μεταξύ των τριών αδελφών (…….., …….. και…….) έχει διαμορφωθεί πάνω από είκοσι χρόνια, ήτοι από το 1983 και εντεύθεν μία παγιωμένη κατάσταση, με τον……να διαμένει αδιαλείπτως και αδιαταράκτως μετά της οικογενείας του στην διαμορφωθείσα από τον ίδιον κατοικία του ισογείου οροφου και τον……..να διαμένει αδιαλείπτως και αδιαταράκτως μετά της οικογενείας του στον πρώτο όροφο, στον οποίο κάποιες φορές εφιλοξενείτο και o………και κυρίως προς της ανεγέρσεως εντός του κοινού οικοπέδου της υπό στοιχεία Κ2 οριζόντιας ιδιοκτησίας μαιζονέτας. Η παγιωθείσα αυτή κατάσταση διαμονής του μεν……. στην ισόγεια κατοικία, του δε…….στον πρώτο όροφο, δεν αμφισβητήθηκε ούτε από τους μάρτυρες που κατέθεσαν επιμελεία των εφεσιβλήτων. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρων πρέπει να γίνουν δεκτές ως κατ’ ουσίαν βάσιμες α) η από   αγωγή του εκκαλούντος…….καθ’ o μέρος στρέφεται κατά των δι’ αυτής δεύτερης και τρίτης των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων…..και……και να αναγνωρισθεί κύριος της υπό στοιχεία ΚΙ οριζόντιας ιδιοκτησίας, ενώ θα πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η από……..αγωγή των εφεσιβλήτων………και…….στρεφομένη κατά των δι’ αυτής εναγομένων και ήδη εκκαλούντων…….και……., γενομένου δεκτού του υπό των εναγομένων προβληθέντος ισχυρισμού ιδίας κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία , λόγω της άνω αδιαλείπτου και αδιαταράκτου  νομής χρησικτησίας υπέρ την εικοσαετία του μεν……..επί της ισόγειας οριζόντιας ιδιοκτησίας, του δε……επί της οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου ορόφου από το έτος 1997 και εντεύθεν . Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως αόριστες α) την από…….αγωγή του εκκαλούντος……..καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των δι’ αυτής δεύτερης και τρίτης των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων β) την από αγωγή του εκκαλούντος …….καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των δι’ αυτής πρώτης και δεύτερης των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων και περαιτέρω δέχθηκε κατ’ ουσίαν την από αγωγή των εφεσιβλήτων στρεφομένη κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων αφού προηγουμένως απέρριψε τους ισχυρισμούς τους περί ιδίας κυριότητας ως αόριστους, έσφαλε, και και πρέπει, αφού γίνουν δεκτές η από και με αριθμο εκθ. καταθ. έφεση του και η από και με αριθμ. εκθ. καταθ. έφεση του εν συνόλω να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο για να δικασθεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 535ΚΠολΔ, και κατ’ ουσίαν, να γίνουν δεκτές ως κατ’ ουσίαν βάσιμες α) η από αγωγή του εκκαλούντος Νικολάου Παγίδα καθ’ o μέρος στρέφεται κατά των δι’ αυτής δεύτερης και τρίτης των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων και να αναγνωρισθεί η κυριότητά του επί της υπό στοιχεία ΚΙ οριζόντιας ιδιοκτησίας β) η από αγωγή του εκκαλούντος καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των δι’ αυτής πρώτης και δεύτερης των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων και να αναγνωρισθεί η κυριότητά του επί της οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου ορόφου, ενώ θα πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η από αγωγή των εφεσιβλήτων στρεφομένη κατά των δι’ αυτής εναγομένων και ήδη εκκαλούντων.

EιρΠειραιά  36/2022 (Ασφ. Μέτρα)

Αίτηση Αναστολής αρ. 6 παρ. 5. Ν. 3869/2010

Αναστολή Διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της κύριας κατοικίας δανειολήπτη.

Η αίτηση του αρ. 6 παρ. 5, στρέφεται κατά των πιστωτών που έχουν εκκινήσει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, πλην όμως η παραδοχή της ισχύει erga omnes.

Η εκκαλουμένη απόφαση, υπέπεσε σε σφάλμα, αποφαινόμενη ότι ο αιτών κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης δεν βρισκόταν σε οριστική, γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμών. Μετά ταύτα κι επειδή πιθανολογείται η ευδοκίμηση της έφεσης και των Πρόσθετων Λόγων αυτής, δέχεται την αίτηση και αναστέλλει την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι την επιταγή προς εκτέλεση, την επιδοθείσα κατασχετήρια έκθεση και τον προγραμματισθέντα πλειστηριασμό μέχρι συζήτηση της έφεσης.

ΕιρΑλεξ/πολης  82/2022 (Εκουσία Δικαιοδοσία)

 

Σε κάθε δε περίπτωση  η επιδίωξη για ρύθμιση των χρεών της αιτούσας, υπό τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, καθώς η άσκηση του δικαιώματος της αυτού δεν έρχεται σε αντίθεση με την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος, αλλά αντιθέτως κρίνεται ότι είναι απολύτως σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα του νόμου και δεν ασκείται άσκοπα αλλά σύμφωνα και με το σκοπό των διατάξεων του Ν.3869/2010 (βλ σχετικά αιτιολογική έκθεση) και σύμφωνα με τους ηθικούς κανόνες, που χαρακτηρίζουν την συμπεριφορά του μέσου συνετού ανθρώπου, απορριπτόμενης κατ’ επέκταση της σχετικής ενστάσεως περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος των καθ’ ων η αίτηση. Άλλωστε,  η καταφυγή στον δανεισμό για να αντιμετωπίσει η αιτούσα την έλλειψη ρευστότητος, ήταν μια λανθασμένη, πλην όμως συνήθης επιλογή κατά το διάστημα που κατέφυγε αυτή στον δανεισμό, η οποία καλλιεργήθηκε στους πολίτες από τα πιστωτικά ιδρύματα αλλά και δεν ρυθμίσθηκε ως έπρεπε από την πολιτεία, ως τούτο προκύπτει από την γενική πείρα αλλά και από τις παραδοχές της αιτιολογικής εκθέσεως του Ν.3869/2010 «Η εισοδηματική στενότητα, τα υψηλά επιτόκια στο χώρο ιδίως της καταναλωτικής πίστης, οι επιθετικές πρακτικές προώθησης των πιστώσεων, ατυχείς προγραμματισμοί, απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή των δανειοληπτών (απώλεια εργασίας κ.α.), αποτέλεσαν παράγοντες που, δρώντας υπό την απουσία θεσµών συµβουλευτικής υποστήριξης των καταναλωτών σε θέματα υπερχρέωσης, συνέβαλαν ανενόχλητα στην αυξανόµενη υπερχρέωση νοικοκυριών που, αδυνατώντας εν συνεχεία να αποπληρώσουν τα χρέη τους, υπέστησαν και υφίστανται, τις αλυσιδωτά επερχόµενες καταστροφικές συνέπειές της.

            Δέχεται την αίτηση με την υποχρέωση του αιτούντος, να καταβάλει σε 240 μήνες το ποσό των 38.000,00 ευρώ, σε ισόποσες δόσεις, με ταυτόχρονη διαγραφή του υπολοίπου ποσού της οφειλής του, ανερχομένου (του ποσού της διαγραφής) σε 80.000,00 ευρώ.

ΜπλημΑθηνών 176/2022

Προδήλως είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά αυτή (πράξη) ανέγκλητη. Από την ανωτέρω διάταξη, συνάγεται ότι, αν μετά την τέλεση της πράξης, την άσκηση της δίωξης ή ακόμα και μετά τη δημοσίευση καταδικαστικής πρωτόδικης ή τελεσίδικης απόφασης καταστεί ανέγκλητη η πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τότε το Δικαστήριο, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του κατηγορουμένου (ΟλΑΠ 3/1995).

Όμως, από την επισκόπηση του προαναφερόμενου πίνακα χρεών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), έχουν ληφθεί υπόψη χρέη από αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, τα χρέη δε αυτά δεν αποτελούν πλέον μετά την 1η-7-2019, οπότε άρχισε να ισχύει ο νέος Ποινικός Κώδικας, κατά το άρθρο 469 αυτού, στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990. Ειδικότερα, το σύνολο των περιλαμβανόμενων στον ΠΙΝΑΚΑ χρεών, από ΧΡΕΩΣΤΙΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ Φ.Π.Α. ΣΕ ΔΟΣΕΙΣ ΜΕΣΩ INTERNET, ανεξάρτητα από το ύψος τους, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου, με αποτέλεσμα η ως άνω πράξη να καθίσταται ανέγκλητη, ως αδίκημα του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, συντρέχουσας νόμιμης περίπτωσης αυτεπάγγελτης εφαρμογής του ως άνω επιεικέστερου νόμου, που άρχισε να ισχύει από την 1η-7-2019. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον ίδιο ως άνω πίνακα, το συνολικό ποσό των υπόλοιπων χρεών δεν υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ, που κατά το άρθρο 25 παρ. 1α’ του Ν. 1882/1990 απαιτείται για να είναι αξιόποινη η πράξη, καθόσον η αιτία του συνολικού χρέους συγκαταλέγεται στα αδικήματα  τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ad hoc ΑΠ 343/2020, για οφειλές από ΧΡΕΩΣΤΙΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΦΠΑ ΜΕΣΩ ΙΝΤΕΡΝΕΤ, αλλά και παγιωμένη πλέον νομολογία του Αρείου Πάγου επί του κρίσιμου τιθέμενου νομικού ζητήματος). Μετά ταύτα, πρέπει ο κατηγορούμενος, να κηρυχθεί  αθώος  για την πράξη της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990μ, συνολικού ύψους 282.000,00 ευρώ.

ΕιρΠειραιά υπ’ αριθμ. 27/2022 (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων, Αίτηση αρ. 6 παρ. 5 Ν. 3869/2010)

Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν είναι μικρέμποροι, συνήθως, αυτοί που ασκούν δραστηριότητα κυρίως με σωματική καταπόνηση, χωρίς προσωπικό και επενδύσεις σε εξοπλισμό, εφόσον στηρίζεται η δραστηριότητά τους στην προσωπική σωματική τους εργασία. Πρόκειται για βιοπαλαιστές, τεχνίτες και μικροεπαγγελματίες για τους οποίους δεν δικαιολογείται η υπαγωγή στην έννοια του κερδοσκόπου εμπόρου.

Άλλωστε, σύμφωνα με την θεωρία και την νομολογία, ακόμα και σε πρόσωπα τα οποία έχουν προβεί σε πρόσληψη προσωπικού ή σε απόκτηση μηχανημάτων, η προσωπική σωματική εργασία μπορεί να μην οδηγήσει στην απόκτηση της εμπορικής ιδιότητας. Για αυτό και θεωρείται ότι αντιμετωπίζεται ως μικρέμπορος, αυτός που ενεργεί μόνος του ή βοηθούμενος υπό των μελών της οικογενείας του ή αυτός που ενεργεί, μόνο ή τη συμπράξει συντρόφου τινός ή μαθητού ή με την βοήθεια μικρού τινός υπαλλήλου. Προς την ίδια κατεύθυνση κρίνεται ότι τα πρόσωπα αυτά μπορεί να έχουν και υπαλλήλους αλλά οι βοηθοί υπάλληλοι εμφανίζονται ως αποκλειστικοί συμπληρούντες την προσωπική των ταύτην εργασία.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την αίτηση, επειδή αποφάνθηκε ότι ο αιτών κατά το χρόνο παύσης των πληρωμών, διέθετε την πτωχευτική ικανότητα, πιθανολογείται ότι έσφαλε ως προς την κρίση του, ως εκ τούτο κι επειδή η ασκηθείσα έφεση πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει, ενώ ο αιτών, εάν εκπλειστηριαστεί η πρώτη και μοναδική κατοικία του, θα υποστεί ανεπανόρθωτη και δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη, πρέπει να ανασταλεί κάθε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, μέχρι εκδόσεως απόφασης επί της έφεσης.

Δέχεται την αίτηση, αναστέλλει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και του διενεργούμενου πλειστηριασμού.

ΕιρΝικαίας υπ’ αριθμ. 14/2022 (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων, Αίτηση αρ. 6 παρ. 5 Ν. 3869/2010)

Το Ειρηνοδικείο, υιοθετώντας την κρίση της υπ’ αριθμ. 59/2021 ΑΠ (νομολογία που πέτυχε το Γραφείο μας κι έχει βοηθήσει τα μέγιστα χιλιάδες δανειολήπτες), μνημονεύοντάς τη ρητά στη μείζονα σκέψη της, έκρινε ότι η πρωτόδικη απόφαση έσφαλε στην κρίση, εφόσον έπρεπε αυτεπαγγέλτως να απορρίψει την ένσταση δόλου, ως απαραδέκτως ασκηθείσα εξαιτίας της αορίστου προβολής, συνεκτιμώντας δε την ανεπανόρθωτη βλάβη, που θα υφίστατο η αιτούσα από την εκπλειστηρίαση της πρώτης, μοναδικής και κύριας κατοικίας της, διέταξε την αναστολή κάθε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι και την έκδοση απόφασης επί της ήδη ασκηθείσης εφέσεως:

“Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο, όμως, οι προβληθείσες ως άνω ενστάσεις είναι απαράδεκτες, λόγω αοριστίας, διότι οι ως άνω  πιστώτριες τράπεζες, οι οποίες είχαν, κατά το νόμο, το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως του δόλου του οφειλέτη, παραλείπουν, κατά την προβολή της ενστάσεως τους, να αναφέρουν: α) το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε να λάβει, β) το χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε, γ) τα εισοδήματα του κατά το χρόνο λήψεως των δανείων, δ) τη μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει, ε) τα έξοδα διαβιώσεως του και κυρίως τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών (ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες), ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό”.

Δέχεται την αίτηση, αναστέλλει τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και τον προγραμματισμένο πλειστηριασμό.

ΕιρΣαλαμίνας 63/2022 (Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας)

Το Ειρηνοδικείο, υϊοθετώντας την κρίση της υπ’ αριθμ. 59/2021 ΑΠ (νομολογία που πέτυχε το Γραφείο μας κι έχει βοηθήσει τα μέγιστα χιλιάδες δανειολήπτες), μνημονεύοντάς τη ρητά στη μείζονα σκέψη της, έκρινε απορριπτέα την ένσταση δόλου των πιστωτών:

“Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο, όμως, οι προβληθείσες ως άνω ενστάσεις είναι απαράδεκτες, λόγω αοριστίας, διότι οι ως άνω  πιστώτριες τράπεζες, οι οποίες είχαν, κατά το νόμο, το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως του δόλου του οφειλέτη, παραλείπουν, κατά την προβολή της ενστάσεως τους, να αναφέρουν: α) το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε να λάβει, β) το χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε, γ) τα εισοδήματα του κατά το χρόνο λήψεως των δανείων, δ) τη μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει, ε) τα έξοδα διαβιώσεως του και κυρίως τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών (ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες), ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό”.

Το Δικαστήριο δέχεται την αίτηση, ορίζει μηδενικές καταβολές για τρία έτη με ταυτόχρονη διαγραφή του συνόλου της οφειλής, ανεχόμενης (της διαγραφής)στο σύνολό της σε 180.000,00 ευρώ.

ΕιρΣαλαμίνας 60/2022 (Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας)

Το Ειρηνοδικείο, υϊοθετώντας την κρίση της υπ’ αριθμ. 59/2021 ΑΠ (νομολογία που πέτυχε το Γραφείο μας κι έχει βοηθήσει τα μέγιστα χιλιάδες δανειολήπτες), μνημονεύοντάς τη ρητά στη μείζονα σκέψη της, έκρινε απορριπτέα την ένσταση δόλου των πιστωτών:

“Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο, όμως, οι προβληθείσες ως άνω ενστάσεις είναι απαράδεκτες, λόγω αοριστίας, διότι οι ως άνω  πιστώτριες τράπεζες, οι οποίες είχαν, κατά το νόμο, το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως του δόλου του οφειλέτη, παραλείπουν, κατά την προβολή της ενστάσεως τους, να αναφέρουν: α) το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε να λάβει, β) το χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε, γ) τα εισοδήματα του κατά το χρόνο λήψεως των δανείων, δ) τη μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει, ε) τα έξοδα διαβιώσεως του και κυρίως τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών (ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες), ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό”.

Εξάλλου το Δικαστήριο δέχτηκε, ότι ο ιδιοκτήτης μικρού ανθοπωλείου, που δεν απασχολεί προσωπικό, εκμισθώνει επαγγελματική έδρα αντί μικρού μηνιαίου μισθώματος, δεν έχει επενδύσει εντός αυτής σημαντικό κεφάλαιο, ενώ τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης διαχρονικά δεν ήταν ύψηλα, υπάγεται στην έννοια του μικρεμπόρου, με την έννοια του μικροεπαγγελματία, που το κέρδος του συνιστά αποτέλεσμα του προσωπικού του κόπου και μόχθου.

Το Δικαστήριο δέχεται την αίτηση, ορίζει μηδενικές καταβολές για τρία έτη και μηνιαίες καταβολές 100 ευρώ για είκοση έτη με ταυτόχρονη διαγραφή του υπολοίπου ποσού της οφειλής, ανερχόμενης της διαγραφής σε 63.000,00 ευρώ σε σύνολο οφειλών 90.000,00 ευρώ.

ΕιρΣαλαμίνας 67/2022 (Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας)

Το Ειρηνοδικείο, υϊοθετώντας την κρίση της υπ’ αριθμ. 59/2021 ΑΠ (νομολογία που πέτυχε το Γραφείο μας κι έχει βοηθήσει τα μέγιστα χιλιάδες δανειολήπτες), μνημονεύοντάς τη ρητά στη μείζονα σκέψη της, έκρινε απορριπτέα την ένσταση δόλου των πιστωτών:

“Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο, όμως, οι προβληθείσες ως άνω ενστάσεις είναι απαράδεκτες, λόγω αοριστίας, διότι οι ως άνω  πιστώτριες τράπεζες, οι οποίες είχαν, κατά το νόμο, το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως του δόλου του οφειλέτη, παραλείπουν, κατά την προβολή της ενστάσεως τους, να αναφέρουν: α) το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε να λάβει, β) το χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε, γ) τα εισοδήματα του κατά το χρόνο λήψεως των δανείων, δ) τη μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει, ε) τα έξοδα διαβιώσεως του και κυρίως τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών (ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες), ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό”.

Εξάλλου το Δικαστήριο δέχτηκε, ότι μελισσοκόμος, εξομοιώνεται με τον Αγρότη, τουτέστιν ασχολείται με τον πρωτογενή τομέα κι εφόσον, δεν απασχολεί προσωπικό και δεν έχει επενδύσει εντός της επιχείρησης σημαντικό κεφάλαιο, υπάγεται στην έννοια του μικρεμπόρου, με την έννοια του μικροεπαγγελματία, που το κέρδος του συνιστά αποτέλεσμα του προσωπικού του κόπου και μόχθου.

Το Δικαστήριο δέχεται την αίτηση, διατάζει τη συνολική καταβολή 58.000,00 ευρώ σε 180 μηνιαίες δόσεις, διασώζει το σύνολο της ακίνητης περιουσίας το οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης της κύριας κατοικίας και διατάσσει τη διαγραφή του υπολοίπου ποσού της οφειλής, ανερχομένης της διαγραφής σε ποσό 210.000,00 ευρώ (σύνολο οφειλής 268.000,00 ευρώ).

ΜπρΠειραιά 200/2022 (Ασφ. Μέτρα)

Αίτηση Συντηρητικής Κατάσχεσης Πλοίου – Εφαρμοστέο Δίκαιο στις Συμβατικές Ενοχές – Σύμβαση γυμνής ναύλωσης (bareboat charter ή charter by demise), μεταξύ της πλοικτήτριας ως εκναυλώτριας και και της πρώην πλοιοκτήτριας ως γυμνής ναυλώτριας – Η ως άνω σύμβαση, μολονότι κατά τη θεωρία,τη νομολογία και τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, καθιερώνει σχέση εφοπλισμού, προκειμένου να αντιταχθεί κατά του τρίτου, πρέπει να υποβληθεί στη δημοσιότητα που καθιερώνει το αρ. 105 παρ. 1 ΚΙΝΔ (υποβολή και καταχώριση κοινής δήλωσης εφοπλισμού στη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως, η οποία θεσπίστηκε για την προστασία των τρίτων). Από τη στιγμή που δεν έλαβε χώρα η ως άνω δήλωση εφοπλισμού, επέρχεται η συνέπεια εκ του άρθρου 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ και η καθ’ ης κυρία του πλοίου, τεκμαίρεται μαχητώς ότι εκμεταλλεύεται το πλοίο στο όνομα και για λογαρισμό της. Το ανωτέρω, εξάλλου, μαχητό τεκμήριο, αφορά τις σχέσεις αυτού που εκμεταλλεύεται το πλοίο με τους τρίτους και όχι τις σχέσεις ανάμεσα στον κύριο του πλοίου και σε αυτόν  που το εκμεταλλεύεται. Οι τελευταίες αυτές σχέσεις, διέπονται από τη μεταξύ τους συμφωνία. Το γεγονός της μη δήλωσης εφοπλισμού, θέτει ζήτημα ισχύος του μαχητού τεκμηρίου του αρ. 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ, καθόσον η γνώση του τρίτου, σχετικά με την ύπαρξη ή μη του πραγματικού γεγονότος του εφοπλισμού, αποτελεί προϋπόθεση για την ανατροπή του τεκμηρίου του αρ. 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ, στην περίπτωση που ενάγεται ο κύριος του πλοίου. Και τούτο διότι, αν δεχόταν κανείς ότι αρκεί να αποδείξει ο κύριος του πλοίου, για να ανατρέψει το τεκμήριο, ότι δεν εκμεταλλεύεται το πλοίο ο ίδιος, θα περιόριζε σε σημαντικό βαθμό την πρακτική σημασία  του τεκμηρίου, καθόσον θα επιφόρτιζε τους τρίτους, τους οποίους μάλιστα και επιδιώκει πρώτιστα να προστατεύσει η θέσπιση του τεκμηρίου, με το έργο της αναζήτησης του πράγματι εκμεταλλευόμενου το πλοίο. Άλλωστε, όταν ο νόμος θεωρεί τον κύριο του πλοίου, που δεν έκανε δήλωση για την παραχώρηση της εκμετάλλευσής του σε άλλον, ως εκμεταλλευόμενο αυτό και παράλληλα επιτρέπει σε αυτόν να προσάγει αντίθετη απόδειξη, υπονοεί κατά λογική ακολουθία, ότι η αντίθετη αυτή απόδειξη αντικείμενο έχει ότι δεν προβαίνει αυτός, αλλά συγκεκριμένο άλλο πρόσωπο στην εκμετάλλευση του πλοίου. Ενόψει όλων των ανωτέρω, δηλαδή της μη ανατροπής του τεκμηρίου του αρ. 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ, η καθ’ ης ευθύνεται ως πλοιοκτήτρια για την καταβολή του οφειλομένου ποσού, ενώ με δεδομένο ότι δεν διαθέτει άλλο περιουσιακό στοιχείο, πλην του ρηθέντος πλοίου και διατηρούν απαιτήσεις σε βάρος της και άλλοι πιστωτές, πιθανολογείται επικείμενος κίνδυνος και επείγουσα περίπτωση, ώστε να πρέπει να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση του περιγραφόμενου πλοίου, με τη δυνατότητα της καθ’ ης να τη ματαιώσει ή να την αντικαταστήσει, δυνάμει παροχής στη Γραμματεία του Δικαστηρίου γραμματίου συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης στο Τ.Π.Δ. για την παροχή ισόποσης προς το παραπάνω ποσό των 53.000,00 ευρώ εγγύησης. Δέχεται την αίτηση.

113/2022 ΜπρΠειραιά(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων – Συντηρητική Κατάσχεση πλοίου)

Αίτηση Συντηρητικής Κατάσχεσης Πλοίου – Εφαρμοστέο Δίκαιο στις Συμβατικές Ενοχές – Σύμβαση γυμνής ναύλωσης (bareboat charter ή charter by demise), μεταξύ της πλοικτήτριας ως εκναυλώτριας και και της πρώην πλοιοκτήτριας ως γυμνής ναυλώτριας – Η ως άνω σύμβαση, μολονότι κατά τη θεωρία,τη νομολογία και τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, καθιερώνει σχέση εφοπλισμού, προκειμένου να αντιταχθεί κατά του τρίτου, πρέπει να υποβληθεί στη δημοσιότητα που καθιερώνει το αρ. 105 παρ. 1 ΚΙΝΔ (υποβολή και καταχώριση κοινής δήλωσης εφοπλισμού στη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως, η οποία θεσπίστηκε για την προστασία των τρίτων). Από τη στιγμή που δεν έλαβε χώρα η ως άνω δήλωση εφοπλισμού, επέρχεται η συνέπεια εκ του άρθρου 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ και η καθ’ ης κυρία του πλοίου, τεκμαίρεται μαχητώς ότι εκμεταλλεύεται το πλοίο στο όνομα και για λογαρισμό της. Το ανωτέρω, εξάλλου, μαχητό τεκμήριο, αφορά τις σχέσεις αυτού που εκμεταλλεύεται το πλοίο με τους τρίτους και όχι τις σχέσεις ανάμεσα στον κύριο του πλοίου και σε αυτόν  που το εκμεταλλεύεται. Οι τελευταίες αυτές σχέσεις, διέπονται από τη μεταξύ τους συμφωνία. Το γεγονός της μη δήλωσης εφοπλισμού, θέτει ζήτημα ισχύος του μαχητού τεκμηρίου του αρ. 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ, καθόσον η γνώση του τρίτου, σχετικά με την ύπαρξη ή μη του πραγματικού γεγονότος του εφοπλισμού, αποτελεί προϋπόθεση για την ανατροπή του τεκμηρίου του αρ. 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ, στην περίπτωση που ενάγεται ο κύριος του πλοίου. Και τούτο διότι, αν δεχόταν κανείς ότι αρκεί να αποδείξει ο κύριος του πλοίου, για να ανατρέψει το τεκμήριο, ότι δεν εκμεταλλεύεται το πλοίο ο ίδιος, θα περιόριζε σε σημαντικό βαθμό την πρακτική σημασία  του τεκμηρίου, καθόσον θα επιφόρτιζε τους τρίτους, τους οποίους μάλιστα και επιδιώκει πρώτιστα να προστατεύσει η θέσπιση του τεκμηρίου, με το έργο της αναζήτησης του πράγματι εκμεταλλευόμενου το πλοίο. Άλλωστε, όταν ο νόμος θεωρεί τον κύριο του πλοίου, που δεν έκανε δήλωση για την παραχώρηση της εκμετάλλευσής του σε άλλον, ως εκμεταλλευόμενο αυτό και παράλληλα επιτρέπει σε αυτόν να προσάγει αντίθετη απόδειξη, υπονοεί κατά λογική ακολουθία, ότι η αντίθετη αυτή απόδειξη αντικείμενο έχει ότι δεν προβαίνει αυτός, αλλά συγκεκριμένο άλλο πρόσωπο στην εκμετάλλευση του πλοίου. Ενόψει όλων των ανωτέρω, δηλαδή της μη ανατροπής του τεκμηρίου του αρ. 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ, η καθ’ ης ευθύνεται ως πλοιοκτήτρια για την καταβολή του οφειλομένου ποσού, ενώ με δεδομένο ότι δεν διαθέτει άλλο περιουσιακό στοιχείο, πλην του ρηθέντος πλοίου και διατηρούν απαιτήσεις σε βάρος της και άλλοι πιστωτές, πιθανολογείται επικείμενος κίνδυνος και επείγουσα περίπτωση, ώστε να πρέπει να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση του περιγραφόμενου πλοίου, με τη δυνατότητα της καθ’ ης να τη ματαιώσει ή να την αντικαταστήσει, δυνάμει παροχής στη Γραμματεία του Δικαστηρίου γραμματίου συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης στο Τ.Π.Δ. για την παροχή ισόποσης προς το παραπάνω ποσό των 70.000,00 ευρώ εγγύησης. Δέχεται την αίτηση.

110/2022 ΜπρΠειραιά(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων – Συντηρητική Κατάσχεση πλοίου)

Αίτηση Συντηρητικής Κατάσχεσης Πλοίου – Εφαρμοστέο Δίκαιο στις Συμβατικές Ενοχές – Σύμβαση γυμνής ναύλωσης (bareboat charter ή charter by demise), μεταξύ της πλοικτήτριας ως εκναυλώτριας και και της πρώην πλοιοκτήτριας ως γυμνής ναυλώτριας – Η ως άνω σύμβαση, μολονότι κατά τη θεωρία,τη νομολογία και τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, καθιερώνει σχέση εφοπλισμού, προκειμένου να αντιταχθεί κατά του τρίτου, πρέπει να υποβληθεί στη δημοσιότητα που καθιερώνει το αρ. 105 παρ. 1 ΚΙΝΔ (υποβολή και καταχώριση κοινής δήλωσης εφοπλισμού στη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως, η οποία θεσπίστηκε για την προστασία των τρίτων). Από τη στιγμή που δεν έλαβε χώρα η ως άνω δήλωση εφοπλισμού, επέρχεται η συνέπεια εκ του άρθρου 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ και η καθ’ ης κυρία του πλοίου, τεκμαίρεται μαχητώς ότι εκμεταλλεύεται το πλοίο στο όνομα και για λογαρισμό της. Το ανωτέρω, εξάλλου, μαχητό τεκμήριο, αφορά τις σχέσεις αυτού που εκμεταλλεύεται το πλοίο με τους τρίτους και όχι τις σχέσεις ανάμεσα στον κύριο του πλοίου και σε αυτόν  που το εκμεταλλεύεται. Οι τελευταίες αυτές σχέσεις, διέπονται από τη μεταξύ τους συμφωνία. Το γεγονός της μη δήλωσης εφοπλισμού, θέτει ζήτημα ισχύος του μαχητού τεκμηρίου του αρ. 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ, καθόσον η γνώση του τρίτου, σχετικά με την ύπαρξη ή μη του πραγματικού γεγονότος του εφοπλισμού, αποτελεί προϋπόθεση για την ανατροπή του τεκμηρίου του αρ. 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ, στην περίπτωση που ενάγεται ο κύριος του πλοίου. Και τούτο διότι, αν δεχόταν κανείς ότι αρκεί να αποδείξει ο κύριος του πλοίου, για να ανατρέψει το τεκμήριο, ότι δεν εκμεταλλεύεται το πλοίο ο ίδιος, θα περιόριζε σε σημαντικό βαθμό την πρακτική σημασία  του τεκμηρίου, καθόσον θα επιφόρτιζε τους τρίτους, τους οποίους μάλιστα και επιδιώκει πρώτιστα να προστατεύσει η θέσπιση του τεκμηρίου, με το έργο της αναζήτησης του πράγματι εκμεταλλευόμενου το πλοίο. Άλλωστε, όταν ο νόμος θεωρεί τον κύριο του πλοίου, που δεν έκανε δήλωση για την παραχώρηση της εκμετάλλευσής του σε άλλον, ως εκμεταλλευόμενο αυτό και παράλληλα επιτρέπει σε αυτόν να προσάγει αντίθετη απόδειξη, υπονοεί κατά λογική ακολουθία, ότι η αντίθετη αυτή απόδειξη αντικείμενο έχει ότι δεν προβαίνει αυτός, αλλά συγκεκριμένο άλλο πρόσωπο στην εκμετάλλευση του πλοίου. Ενόψει όλων των ανωτέρω, δηλαδή της μη ανατροπής του τεκμηρίου του αρ. 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ, η καθ’ ης ευθύνεται ως πλοιοκτήτρια για την καταβολή του οφειλομένου ποσού, ενώ με δεδομένο ότι δεν διαθέτει άλλο περιουσιακό στοιχείο, πλην του ρηθέντος πλοίου και διατηρούν απαιτήσεις σε βάρος της και άλλοι πιστωτές, πιθανολογείται επικείμενος κίνδυνος και επείγουσα περίπτωση, ώστε να πρέπει να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση του περιγραφόμενου πλοίου, με τη δυνατότητα της καθ’ ης να τη ματαιώσει ή να την αντικαταστήσει, δυνάμει παροχής στη Γραμματεία του Δικαστηρίου γραμματίου συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης στο Τ.Π.Δ. για την παροχή ισόποσης προς το παραπάνω ποσό των 160.000,00 ευρώ εγγύησης. Δέχεται την αίτηση.

ΕιρΑθηνών 89/2021 (Ασφ. Μέτρα)

Αίτηση Αναστολής αρ. 6 παρ. 5. Ν. 3869/2010.

Αναστολή Διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της κύριας κατοικίας δανειολήπτη.

Η αίτηση του αρ. 6 παρ. 5, στρέφεται κατά των πιστωτών που έχουν εκκινήσει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, πλην όμως η παραδοχή της ισχύει erga omnes.

Η εκκαλουμένη απόφαση, υπέπεσε σε σφάλμα, αποφαινόμενη ότι η αιτούσα περιήλθε υπαιτίως σε αδυναμία πληρωμών, καθόσον η ένσταση προβλήθηκε αορίστως από την πιστώτρια Τράπεζα, αφετέρου είναι και ουσιαστικά αβάσιμη, εφόσον η αιτούσα, διέθετε επαρκές, οικογενειακό εισόδημα, κατά το χρόνο λήψης των δανείων, που της επέτρεπε να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της.

Δέχεται την αίτηση-αναστέλλει την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι συζήτηση της έφεσης.

EιρΑθηνών 88/2021 (Ασφ. Μέτρα)

Αίτηση Αναστολής αρ. 6 παρ. 5. Ν. 3869/2010

Αναστολή Διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της κύριας κατοικίας δανειολήπτη.

Η αίτηση του αρ. 6 παρ. 5, στρέφεται κατά των πιστωτών που έχουν εκκινήσει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, πλην όμως η παραδοχή της ισχύει erga omnes.

Η εκκαλουμένη απόφαση, υπέπεσε σε σφάλμα, αποφαινόμενη ότι ο αιτών κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης δεν βρισκόταν σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών και τούτο διότι στο μηνιαίο εισόδημά του προσμέτρησε και τον παρακρατηθέντα φόρο, ενώ επιπροσθέτως παρέλειψε να συνυπολογίσει ως παράγοντα περιέλευσης σε ανυπαίτια αδυναμία πληρωμών και τη διακύμανση της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, που είχε σαν αποτέλεσμα τη διόγκωση του τοκοχρεωλυσίου ένεκα της υποτίμησης του ευρώ έναντι του ελβετικού νομίσματος.

Δέχεται την αίτηση-αναστέλλει την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι συζήτηση της έφεσης.

Ειρ. Χαλανδρίου 15/2021 (Ασφ. Μέτρα)

Αίτηση αρ.   6 παρ. 5 ν. 3869/2010, ακύρωση επιταγής προς εκτέλεση,  κατασχετήριας έκθεσης και διενεργούμενου πλειστηριασμού πρώτης κατοικίας.

Η αίτηση του αρ. 6 παρ. 5, στρέφεται κατά των πιστωτών που έχουν εκκινήσει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, πλην όμως η παραδοχή της ισχύει erga omnes.

Στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, λαμβάνονται παραδεκτά υπόψη ένορκες βεβαιώσεις, χωρίς να έχει προηγηθεί κλήτευση των καθ’ ων.

Πιθανολογείται ότι η ασκηθείσα έφεση θα ευδοκιμήσει, καθόσον η  εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε κατά την κρίση της, εφόσον η αιτούσα, δημόσιος υπάλληλος στο επάγγελμα, δεν απέκτησε την εμπορική ιδιότητα από μόνη την κατοχή ποσοστού 1/3 των μετοχών Ανώνυμης Εταιρείας, εφόσον η τύχη της εταιρείας δεν εξαρτάτο από τη συμμετοχή της-Επιπροσθέτως η παροχή προσωπικής της εγγύησης σε ομολογιακό δάνειο της εταιρείας, όπως και σε πρόσθετη πράξη αυτού, δεν είχε συστηματικότητα, ούτε έγινε κατ’ εκμετάλλευση της οικονομικής της επιφάνειας και της πίστης που παρέχει το όνομά της, εφόσον δεν διαθέτει αξιόλογη ακίνητη περιουσία, πλην της κύριας κατοικίας, πλέον του γεγονότος ότι το ομολογιακό δάνειο εξασφαλίστηκε με προσημείωση επί της ακίνητης περιουσίας της εταιρείας-Δέχεται την αίτηση, αναστέλλει την εκτέλεση της επιταγής προς πληρωμή, της κατάσχεσης και του διενεργούμενου πλειστηριασμού.

ΜπρΑθ 4125/2021 (Ασφ. Μέτρα)

Περίπτωση παράνομης προσβολής προσωπικότητας από ενέργειες δικαστικού επιμελητή που έλαβαν χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του.-Προσωρινή Ρύθμιση Κατάστασης.

Συγκεκριμένα,  από τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ συνάγεται ότι στην προσωπικότητα περιλαμβάνονται όλα τα αγαθά που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με το πρόσωπο, στο οποίο ανήκουν, ως έχον σωματική, ψυχική, πνευματική και κοινωνική ατομικότητα. Σε περίπτωση δε παράνομης προσβολής της προσωπικότητας και ειδικότερα της τιμής ή της υπόληψης του προσώπου, πλην των άλλων, με εξύβριση ή απειλή, ο προσβληθείς έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον (ΑΠ 854/2002 ΤΝΠ Νόμος), αν δε συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος μπορεί να ζητήσει προσωρινή προστασία με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στα πλαίσια της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, να ζητήσει δηλαδή να υποχρεωθεί προσωρινά ο προσβολέας να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον (υπό την προϋπόθεση επικειμένης προσβολής στο μέλλον – ΕφΛαρ 431/2000, Αρμ. 2001.457) και δη με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης (ΜΠρΡοδ 816/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΠρωτΘεσ 16790/2009, ΤΝΠ Νόμος) χωρίς μάλιστα, στην περίπτωση αυτή να θίγεται η διάταξη του άρθρου 692 § 4 του ΚΠολΔ, που απαγορεύει την ικανοποίηση του δικαιώματος, με τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου, δεδομένου ότι, επί απολύτων δικαιωμάτων, όπως η προσωπικότητα, η υποχρέωση των τρίτων να μη την προσβάλλουν, ισχύει στο διηνεκές, με συνέπεια, ως εκ της ύπαρξης διαρκούς, στην περίπτωση αυτή, έννομης σχέσης, να μπορεί, όταν υφίσταται ανάγκη, να τεθεί προσωρινά σε λειτουργία, χωρίς, με τον τρόπο αυτό, να κινδυνεύει να ματαιωθεί ο σκοπός της κυρίας δίκης

‘(…)

          ‘Με βάση όλα τα ανωτέρω, πιθανολογείται ότι ο αιτών υφίσταται μειωτικές της προσωπικότητάς του καταστάσεις με απειλές εκ μέρους του καθ’ ου η αίτηση, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνουν την άσκηση των καθηκόντων του, που απορρέουν από την ιδιότητα του δικαστικού επιμελητή που έχει αναλάβει να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση, για λογαριασμό της εντολέως του. Κατόπιν των ανωτέρω πιθανολογείται ότι με την ανωτέρω συμπεριφορά του ο καθ’ ου η αίτηση προσέβαλε την προσωπικότητα του αιτούντος στις ειδικότερες εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψής του, προκαλώντας του αναστάτωση, ανησυχία και φόβο, ενώ υπάρχει βάσιμος κίνδυνος να εξακολουθήσει να προσβάλλει την προσωπικότητά του, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο’.

ΜπρΠειραιά 2298/2021

Ακύρωση κατάσχεσης και πλειστηριασμού-κατά το σκέλος που αφορά στην κύρια κατοικία- που επισπεύδεται από δανειστή εξοπλισμένου με απαίτηση που γεννήθηκε κατά οφειλέτη, μετά την υπαγωγή του τελευταίου με τελεσίδικη απόφαση στις διατάξεις του ν. 3869/2010.   

Εφόσον η απαίτηση δανειστή, που δεν εμπίπτει στις εξαιρετέες, γεννιέται  και καθίσταται δικαστικώς επιδιώξιμη, κατόπιν της υπαγωγής του οφειλέτη, με τελεσίδικη απόφαση στις διατάξεις του ν. 3869/2010, τότε ο εν λόγω δανειστής εξομοιώνεται με μεταπτωχευτικό πιστωτή και δεσμεύεται από την απόφαση περί υπαγωγής του οφειλέτη στο ν. 3869, αναφορικά με την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της κύριας κατοικίας του, με αποτέλεσμα κι εφόσον δεν άσκησε Τριτανακοπή του αρ. 773 ΚΠολδ  ή ανακοπή εκ του αναλογικώς εφαρμοζόμενου άρθρου 152  ΠτΚ, να μη δύναται να ικανοποιηθεί από τη ρευστοποίηση του εν λόγω ακινήτου. Αντίθετα δεν  κωλύεται να κινηθεί κατά ιδιοκτησιών, που δεν έχουν τεθεί σε διαδικασία εκμετάλλευσης/ρευστοποίησης, όπως παραδείγματος χάρη εναντίον  αποθήκης ή θέσης στάθμευσης, που δεν έχουν κριθεί πρόσφορα προς εκποίηση, με αποτέλεσμα να μην καταλαμβάνονται από τη δεσμευτικότητα της απόφασης αυτής.

Δέχεται εν μέρει την ανακοπή, ακυρώνει την κατασχετήρια έκθεση, κατά τα μέρος που στρέφεται κατά της κύριας κατοικίας του ανακόπτοντος.

3192/2021 ΜπρΑθηνών

Δεκτή η ανακοπή κατά δήλωσης  συνέχισης πλειστηριασμού, εφόσον το βάθρο της εκτέλεσης, δηλαδή η κατάσχεση, έχει ανατραπεί με απόφαση Ειρηνοδικείου (1019 ΚΠΟΛΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ενεγράφη κατάσχεση το Μάρτιο του 2019 από Τραπεζικό Ίδρυμα και προσδιορίστηκε πλειστηριασμός για τον Οκτώβριο του 2019, ο οποίος και ματαιώθηκε. Στη συνέχεια αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού (fund) απέκτησε την απαίτηση και επέδωσε τη νομιμοποίησή της με επιταγή προς εκτέλεση το Μάιο του 2021, ισχυριζόμενη ότι σε περίπτωση μη εξόφλησης, θα συνεχίσει την εκτέλεση με βάση την ήδη εγγραφείσα κατάσχεση. Αμέσως ασκήσαμε αίτηση ανατροπής της κατάσχεσης στο Ειρηνοδικείο Λαυρίου, το οποίο λόγω της παρέλευσης έτους από την εγγραφή της κατάσχεσης δίχως να διενεργηθεί πλειστηριασμός, διέταξε την ανατροπή της  (το σημαντικό στην απόφαση του Ειρηνοδικείου, είναι ότι προσμετρά στην ενιαύσια προθεσμία και το υποχρεωτικό 7μηνο που πρέπει να διατρέξει από την εγγραφή της κατάσχεσης έως και τη διενέργεια του πλειστηριασμού).


Κοινές  προϋποθέσεις  της  συνεχίσεως  του  πλειστηριασμού, είτε μέσω του ίδιου επισπεύδοντος είτε μέσω της υποκαταστάσεως άλλου δανειστή  στη  θέση  του  προηγούμενου  επισπεύδοντος,  είναι  οι  εξής δύο : α) η κατά την ορισθείσα ημέρα μη διενέργεια (ματαίωση) του πλειστηριασμού και β) η ύπαρξη τυπικά υποστατής κατασχέσεως ή αναγγελίας με ισχύ αυτοτελούς κατασχέσεως.  Εάν  η  επιβληθείσα  κατάσχεση  έχει ακυρωθεί ή ανατραπεί με δικαστική απόφαση ή εάν έχει διαγραφεί ή αρθεί από το υποθηκοφυλακείο,  τότε  δεν  επιτρέπεται δήλωση  συνεχίσεως  ή επίσπευση του  πλειστηριασμού από  υποκαθιστάμενο  τρίτο δανειστή, ούτε ασφαλώς και αναγγελία, λόγω της αποδεσμεύσεως του κατασχεθέντος και της νομικής εκθεμελιώσεως της όλης εκτελεστικής διαδικασίας. Στην περίπτωση  αυτή  θα  πρέπει  να  ξεκινήσει νέα  διαδικασία εκτελέσεως από την αρχή, με την επιβολή νέας κατασχέσεως είτε από τον ίδιο τον προηγούμενο επισπεύδοντα είτε από τρίτο δανειστή, που διαθέτει τις νόμιμες προϋποθέσεις. Πλην όμως η ακυρότητα αυτή θα πρέπει να προταθεί εμπροθέσμως με ανακοπή κατά της εκτέλεσης (εφόσον υφίσταται προθεσμία), άλλως καθίσταται απρόσβλητη.


Σύμφωνα με  τη  διάταξη  του  άρθρου  1019 &  1  ΚΠολΔ, εάν παρέλθει ένα έτος από την επιβολή της κατασχέσεως χωρίς να γίνει πλειστηριασμός  , η κατάσχεση μπορεί να ανατραπεί με δικαστική απόφαση του Ειρηνοδικείου της περιφέρειας του τόπου επιβολής της κατασχέσεως,  κατά τη  διαδικασία  των  άρθρων  686 επ.ΚΠολΔ, με αίτηση οποιουδήποτε έχοντος  έννομο συμφέρον. Η  ανατροπή  λογίζεται  ότι  επέρχεται  έναντι  όλων  από  τη δημοσίευση. Σε περίπτωση όμως, που ακολουθήσει ανατροπή της κατασχέσεως με τη δημοσίευση  δικαστικής αποφάσεως  μεταγενέστερα  της  δηλώσεως υποκαταστάσεως  και  επισπεύσεως,  τότε  εκλείπει  πλέον  το  νόμιμο βάθρο της εκτελεστικής διαδικασίας, που είναι η κατάσχεση,  ως εκ τούτου, με  την  ανατροπή  της  κατασχέσεως συμπαρασύρεται σε  εξαφάνιση  και η  προγενέστερη  δήλωση συνεχίσεως ή υποκαταστάσεως και επισπεύσεως του πλειστηριασμού. Έτσι, η  νομική ισχύς  της  δηλώσεως  συνεχίσεως  εκμηδενίζεται από την  τυχόν  μεταγενέστερη  ανατροπή  της  κατασχέσεως  με  δικαστική απόφαση,  διότι, η υποκατάσταση  δεν μπορεί  να θεωρηθεί  ότι επέχει  θέση  αυτοτελούς κατασχέσεως, που να στηρίζει αυτοτελώς την εκτελεστική διαδικασία, όπως  η  αναγγελία,  υπό  συγκεκριμένες  προϋποθέσεις. Έτσι,  και  στις  δύο περιπτώσεις  αναπόφευκτα συμπαρασύρεται  σε  κατάρρευση  όλη  η εκτελεστική  διαδικασία. 

Συνεπώς  η  συνέχιση  ή  η  υποκατάσταση καθίστανται δικονομικά άκυρες και μπορεί να προσβληθούν με  ανακοπή του αρ. 933 ΚΠολΔ ή όπως εν προκειμένω με το ειδικό ένδικο βοήθημα του αρ. 973 παρ. 6 ΚΠολΔ ενώπιον του αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου.  Συμπερασματικά, η  εκτέλεση  που  συνεχίζεται με βάση  την  εκ  των  υστέρων ακυρωθείσα  κατάσχεση,  παραμένει μετέωρη,  διότι με  την  ακύρωση  της  κατασχέσεως  εκμηδενίζεται  η ισχύς  και  των  μετέπειτα  πράξεων. 

Δεκτή η ανακοπή

6/2021 ΕΙΡΛΑΥΡΙΟΥ

 Η ανατροπή της κατασχέσεως δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτελέσεως. Αυτή εκδίδεται μετά από αίτηση αυτού που έχει έννομο συμφέρον και κυρίως του καθού η εκτέλεση οφειλέτου ή τρίτου κυρίου του ενυποθήκου ακινήτου. Το δικαστήριο που διατάσσει την ανατροπή, ερευνά μόνον την ύπαρξη των προϋποθέσεων του νόμου, εφόσον δε συντρέχει η προϋπόθεση της παρελεύσεως του νομίμου χρόνου, είναι υποχρεωμένο να την διατάξει. ‘Αμεση συνέπεια της εκδιδόμενης αποφάσεως, που έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, είναι η κατάργηση της εκτελεστικής διαδικασίας και η ακυρότητα των περαιτέρω διαδικαστικών πράξεων, καθώς και του πλειστηριασμού. Η μετά την ανατροπή επερχομένη ακυρότητα για τις πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας που τυχόν θα επακολουθήσουν, είναι δικονομική, ήτοι προτείνεται και απαγγέλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ..

                Ειδικότερα, επί ακινήτων η ανατροπή διατάσσεται, εφόσον από την επομένη της ημέρας επιβολής της κατάσχεσης δια της συντάξεως της σχετικής εκθέσεως (άρθρο 993 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ανεξαρτήτως από το εάν ακολούθησαν ή όχι οι κατ’ άρθρο 995 ΚΠολΔ κοινοποιήσεις της κατασχετήριας έκθεσης ή οι εγγραφές στα Βιβλία Κατασχέσεων και έως τη συζήτηση της σχετικής αιτήσεως παρήλθε ένα έτος,  χωρίς να ακολουθήσει ο πλειστηριασμός, ή εάν έγινε πλειστηριασμός, χωρίς να καταβληθεί το πλειστηρίασμα, παρήλθαν έξι μήνες, χωρίς να έχει χωρήσει αναπλειστηριασμός. Στις ως άνω προθεσμίες δεν υπολογίζονται τα χρονικά διαστήματα, που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, αλλά για την ταυτότητα του νομικού λόγου, θα πρέπει η διάταξη αυτή να εφαρμόζεται αναλόγως και σε άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο δανειστής βρίσκεται σε νομική ή πραγματική αδυναμία συνεχίσεως της εκτελεστικής διαδικασίας, ενόψει του ότι ο νομοθέτης, κατά τη θέσπιση της παρ. 2 της 1019 ΚΠολΔ, θέλησε να μην συνυπολογίζονται στις ανωτέρω προθεσμίες εκείνα τα χρονικά διαστήματα απροσδιορίστου χρονικής διάρκειας, κατά τα οποία εκ του νόμου παρεμποδίζεται και αδρανεί η εκκρεμής διαδικασία του πλειστηριασμού. Έτσι, μεταξύ άλλων, δεν υπολογίζονται και αφαιρούνται από τις προθεσμίες του έτους και των έξι μηνών και τα διαστήματα, κατά τα οποία ο δανειστής εμποδιζόταν να συνεχίσει την εκτέλεση για λόγους μη οφειλόμενους σε δική του αδράνεια, όπως ιδίως, όταν αυτό επιβάλλεται από νομικούς λόγους ή σε περίπτωση νομοθετικής πρόβλεψης αναστολής πλειστηριασμών, όπως πχ με ΠΝΠ 181/16.09.2009, Ν 3814/2010, Ν 3858/2010, ΠΝΠ 04.01.2011 /υπ’ αριθμ. 1 τεύχος Α/04.01.2011 ΦΕΚ, Ν 3986/2011, ΠΝΠ 16.12.2011/ΦΕΚ τεύχος Α 262 16.12.2011, ΠΝΠ 18.12.2012 τεύχος Α’ 246/18.12.2012, Ν. 4128/2013. ΥΑ 49214/21.07.2015 (Ειρ.Λαρ. 95/2011 ΕΠολΔ 2011.658). Ειδικότερα, λοιπόν, ο δικονομικός νομοθέτης ρητά δεν συνυπολογίζει στην προθεσμία  του  άρθρου 1019§1 ΚΠολΔ «νεκρά» χρονικά διαστήματα απροσδιόριστης διάρκειας, που παρεμποδίζουν ή ακινητοποιούν κατά νόμο την εκκρεμή διαδικασία του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, και στα οποία ο δανειστής  αδυνατεί  για  νομικούς  ή  πραγματικούς  λόγους  να  συνεχίσει  την εκτελεστική διαδικασία. Έτσι, δεν συνυπολογίζεται κατ’ άρθρο 1019§2 ΚΠολΔ: α) το χρονικό διάστημα από την έκδοση δικαστικής απόφασης, η οποία διατάσσει, κατ’άρθρο 966§§3‐4 ΚΠολΔ νέο (τρίτο ή τέταρτο, αντίστοιχα) πλειστηριασμό, μέχρι την ορισθείσα από αυτήν ημέρα διεξαγωγής του νέου πλειστηριασμού∙ β) ο χρόνος αναστολής εκτελέσεως, που χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση, ήτοι ο χρόνος αναστολής που διατάσσεται στο πλαίσιο των άρθρων 937§1 στοιχ. β ́ και γ ́,1000,632§3,546§2,565§2 και 913§1 ΚΠολΔ, ακόμη και αν αυτός είναι μεγαλύτερος του εξαμήνου∙ γ) το χρονικό διάστημα αναστολής του πλειστηριασμού, που επήλθε με κοινή συμφωνία επισπεύδοντος και  οφειλέτη  και  πιστοποιείται με συμβολαιογραφική  πράξη,  εφόσον  όμως  γνωστοποιήθηκε  στον  υπάλληλο  του πλειστηριασμού∙ δ) το χρονικό διάστημα από την 1η έως την 31η Αυγούστου, κατά το οποίο απαγορεύεται η διενέργεια πλειστηριασμού (βλ. και άρθρο 940Α ΚΠολΔ).

              Εν προκειμένω, από το διαδραμόντα χρόνο από την επομένη της επιβολής της κατάσχεσης έως και την 20.05.2021, έχει παρέλθει έτος δίχως να διενεργηθεί πλειστηριασμός-Δεκτή η αίτηση-Διατάσσει την στο ιστορικό της αίτησης περιγραφόμενης κατάσχεσης-Διατάσσει την αποστολή αντιγραφού της παρούσας με την επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο Συμβολαιογράφο Αθηνών-Διατάσσει τη διαγραφή από το βιβλίο κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου Λαύριου

248/2021 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Ακύρωση  αναγκαστικής εκτέλεσης (επιταγής προς εκτέλεση και κατασχετηρίου εις χείρας Τραπεζικών Ιδρυμάτων ως Τρίτων), που επισπεύδεται από διαχειρίστρια εταιρεία για λογαριασμό αποκτώσας αλλοδαπής εταιρείας (fund).

Ο ειδικός διάδοχος  που απέκτησε την απαίτηση  από Τράπεζα ή η εταιρεία διαχείρισης από δάνεια και πιστώσεις, που λειτουργεί ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, εκπροσωπώντας την αποκτώσα εταιρεία, πρέπει για να συνεχίσει την εκτέλεση, να συγκοινοποιήσει (αρ. 925 ΚΠολΔ),   με την επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιητικά του έγγραφα, μεταξύ των οποίων και το παράρτημα ως συνημμένο στη σύμβαση μεταβίβασης, από το οποίο θα πρέπει να προκύπτουν τα προσδιοριστικά στοιχεία της σύμβασης που εκχωρήθηκε.

 Ο κατάλογος των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων μίας σύμβασης μεταβίβασης, καταχωρίζεται στο στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και εξαχθέν ακριβές αντίγραφο ενσωματώνεται στη σύμβαση ως παράρτημα και συγκοινοποιείται και αυτό. Στο παράρτημα αυτό, σύμφωνα με όρο της σύμβασης μεταβίβασης, θα έπρεπε να αναγράφονται τα οφειλόμενα κεφάλαια ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, τα ονοματεπώνυμα και οι διευθύνσεις των οφειλετών και εγγυητών και οι παρεπόμενες εμπράγματες ή ενοχικές απαιτήσεις. Πλην όμως από το συγκοινοποιούμενο αντίγραφο της σελίδας του οικείου παραρτήματος στην ένδικη περίπτωση, δεν προκύπτει εάν η επίδικη απαίτηση μεταβιβάστηκε στην αλλοδαπή εταιρεία, καθόσον σε αυτή δεν αναγράφονται εκείνα τα στοιχεία με τα οποία το Δικαστήριο θα μπορούσε να ταυτοποιήσει τα στοιχεία της επίδικης απαίτησης, δεδομένου ότι η μοναδική αναφερόμενη στο έγγραφο πληροφορία που έχει κάποια ομοιότητα με την προκειμένη απαίτηση είναι το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη. Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που αφορούν στην πιστούχο, δεν ταυτίζονται με την επίδικη απαίτηση από την ως άνω σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, δεδομένου ότι στη στήλη με τίτλο «ημερομηνία σύμβασης» δεν αναγράφεται οποιαδήποτε ημερομηνία, στη στήλη με τους «αριθμούς λογαριασμού» αναγράφονται τρεις λογαριασμοί, οι οποίοι ουδόλως ταυτίζονται με τους λογαριασμούς που τηρήθηκαν από την Τράπεζα για την εξυπηρέτηση της σύμβασης, στα «ονοματεπώνυμα» δε των εγγυητών, ουδέν ονοματεπώνυμο αναγράφεται, ενώ σε κανένα σημείο της σελίδας του εν λόγω παραρτήματος, δεν αναγράφεται ο αριθμός της σύμβασης, το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά τιτλοποιούμενη απαίτηση, ούτε άλλωστε οποιοδήποτε ποσό-Έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της διαχειρίστριας εταιρείας να επισπεύσει την εκτέλεση-Δεκτή η ανακοπή, ακυρώνεται η επιταγή και το κατασχετήριο

- Υπ’ αριθμ. 223/2021 ΕιρΑμαρουσίου

Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο Σύνθετης Προστασίας και Συμπληρωματικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο Επιδόματος Διάγνωσης Καρκίνου.

Ως συμβαλλόμενοι του ως άνω Ασφαλιστήριου Συμβολαίου αναγράφονταν η εναγόμενη Ασφαλιστική Εταιρεία, ο σύζυγός ως ασφαλισμένος και η σύζυγος ως δικαιούχος – καλυπτόμενο μέλος από το Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο-Γνήσια Σύμβαση Υπέρ Τρίτου-Ενεργητική Νομιμοποίηση άσκησης της αγωγής από τη δικαιούχο-καλυπτόμενο μέλος. Επέλευση Ασφαλιστικής Περίπτωσης η οποία ευρίσκεται εντός του περιπτωσιολογικού βεληνεκούς του Συμπληρωματικού Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου Επιδόματος Διάγνωσης Καρκίνου-Αναγγελία επέλευσης ασφαλιστικής περίπτωσης και άρνηση της εναγομένης να προβεί στην καταβολή της αποζημίωσης επικαλούμενη παράλειψη της ενάγουσας να παράσχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, στοιχεία και έγγραφα που σχετίζονται με τις περιστάσεις και τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου-Απόρριψη ενστάσεως 281 ΑΚ, καθόσον η ενάγουσα προσκόμισε όλα τα απαιτούμενα έγγραφα, από τα οποία προέκυπτε η διάγνωσή της με καρκίνο, προϋπόθεση αναγκαία και επαρκής για την καταβολή του ένδικου ασφαλίσματος (εφάπαξ επιδόματος)-Δεκτή η αγωγή, υποχρεώνεται η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία όπως καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 20.000,00 ευρώ.

Κατά την διάταξη του άρθρου 1 § 1 ν. 2496/97 “με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει έναντι ασφαλίστρου στον συμβαλλόμενό της (λήπτη ασφάλισης) ή τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση)”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.7 ν. 2496/1997: “Αν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Αν για τη διάγνωση της έκτασης του ασφαλίσματος απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα, ο ασφαλιστής υποχρεούται, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση σε καταβολή του ποσού, για το οποίο δεν υπάρχει καθυστέρηση”. Από την τελευταία αυτή διάταξη σαφώς προκύπτει ότι δεν καθιερώνεται δήλη ημέρα πληρωμής της υποχρέωσης του ασφαλιστή και έτσι αυτός καθίσταται υπερήμερος μόνον από την δικαστική ή εξώδικη όχληση αυτού σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 ΑΚ [ΑΠ 1413/2005, ΑΠ 293/2008]. Περαιτέρω κατά το άρθρο 345 ΑΚ, επί χρηματικής οφειλής ο δανειστής, σε περίπτωση υπερημερίας, έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία. Ο δανειστής, αν αποδείξει και άλλη θετική ζημία, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει δικαίωμα να απαιτήσει και αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, επί υπερημερίας χρηματικής οφειλής, ο οφειλέτης υποχρεούται στην καταβολή τόκων υπερημερίας και σε αποκατάσταση της περαιτέρω θετικής ζημίας του δανειστή, από την επελθούσα μείωση της περιουσίας του (Ολ.ΑΠ. 1801/2014). Επέλευση ασφαλιστικού κινδύνου, ο οποίος προϋποτίθεται προκειμένου για την εφάπαξ καταβολή του οφειλόμενου από την εναγομένη ασφαλίσματος, όπως προβλέπεται ρητώς από το νόμο. Πιο συγκεκριμένα, από τις διατάξεις των άρθρων 1 επ., 7, 27, 31 και 32 Ν 2496/1997, ο οποίος κατήργησε και αντικατέστησε τις διατάξεις των άρθρων 189 επ. του ΕμπΝ και ο οποίος, κατά το άρθρο 33 παρ. 4 αυτού, εφαρμόζεται και επί των ασφαλιστικών συμβάσεων που υφίσταντο κατά την έναρξη ισχύος του, προκύπτει, ότι με τη σύμβαση της ασφάλισης, ο ασφαλιστής υποχρεούται αντί ασφαλίστρου να αποζημιώσει τις απώλειες ή ζημίες, οι οποίες ενδέχεται να συμβούν στον ασφαλιζόμενο από ορισμένα τυχαία ή ανωτέρας βίας περιστατικά ή ασθένειες οι οποίες δεν υπήρχαν ή υπήρχαν αλλά ο ασφαλισμένος δικαιολογημένα αγνοούσε την ύπαρξή τους κατά τη σύναψη της σύμβασης. Όπως δε προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 7 του ως άνω νόμου, η ασφαλιστική αποζημίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, όταν πραγματοποιηθεί ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ήτοι επέλθει η ζημία, προς κάλυψη της οποίας έχει συνομολογηθεί η ασφαλιστική σύμβαση, οπότε ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Ειδικότερα, στην ασφάλιση προσώπων το ασφάλισμα συνίσταται, είτε στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές προσόδους (ασφάλιση ποσού), είτε στην αποκατάσταση συγκεκριμένης οικονομικής ζημίας που προήλθε εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος του. αν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 1 § 1 ν. 2496/97 “με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει έναντι ασφαλίστρου στον συμβαλλόμενό της (λήπτη ασφάλισης) ή τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση)”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.7 ν. 2496/1997: “Αν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Αν για τη διάγνωση της έκτασης του ασφαλίσματος απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα, ο ασφαλιστής υποχρεούται, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση σε καταβολή του ποσού, για το οποίο δεν υπάρχει καθυστέρηση-Δεκτή η αγωγή.

- ΜπρΑθ 93/2021

ΑΚΥΡΩΣΗ ΚΑΤΑΣΧΕΤΗΡΙΑΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ

Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο Αύγουστος δεν υπολογίζεται στο υποχρεωτικό 7μηνο, που πρέπει να διατρέξει από την περάτωση της κατάσχεσης έως και τη διενέργεια του αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού.
Η Τράπεζα προσδιόρισε τον πλειστηριασμό στις 03.03.2021, μέσα εφτά (7) μήνες και έντεκα ημέρες από την περάτωση της κατάσχεσης, που έλαβε χώρα στις 20.07.2020. Πλην όμως, στον υπολογισμό του επταμήνου, συμπεριέλαβε και το χρονικό διάστημα από 1-31 Αυγούστου, κατά παράβαση της διάταξης του αρ. 940Α, 998 παρ. 2, 954 παρ. 2 στοιχ. ε΄ ΚΠοΛΔ, διότι η επτάμηνη προθεσμία αναστέλλεται από 1η έως 31 Αυγούστου (ανάλογη εφαρμογή αρ. 147 παρ.2 ΚΠολΔ).

Ακυρώνεται η κατασχετήρια έκθεση

 

- ΕιρΑθ 2405/2020

Δεκτή η αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του δανειολήπτη εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της Τράπεζας. Παραβίαση από την Τράπεζα δια των προστηθέντων οργάνων της, των γενικής φύσεως υποχρεώσεων  πρόνοιας και προστασίας του πελάτη της, με το χαρακτηρισμό συνεπών δανειοληπτών ως “μη συνεργάσιμων δανειοληπτών”. Η εναγομένη, που δεν είναι μια απλή επιχείρηση, αλλά επιτελεί σημαντική λειτουργία στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω της θέσης της είχε υποχρέωση να διαπραγματευτεί με τους ενάγοντες – σημαντικούς πελάτες της μέχρι τότε, να λάβει υπόψιν τις προτάσεις τους καθώς και την οικονομική τους δυνατότητα κατά την στιγμή της διαπραγμάτευσης και να παρέχει σ’ αυτούς την προσφορότερη οικονομική λύση εξυπηρετώντας την ίδια αλλά και τους πελάτες της με ευελιξία, συνέπεια στο ρόλο της και ασφάλεια των αμοιβαίων συμφερόντων τους. Η ως άνω υποχρέωση της εναγομένης τράπεζας στηρίζεται στην συναγόμενη από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστης, που επιβάλλει στα εντεταλμένα όργανα αυτής την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποτροπή ζημίας του πελάτη της (εναγόντων) ακόμη δε και στην ευθύνη της ως παρέχουσας υπηρεσίες κατά το άρθρο 8 Ν. 2251/1994. Επιπλέον, λόγω και του χαρακτηρισμού των εναγόντων ως μη συνεργάσιμου δανειολήπτη, χωρίς να συντρέχουν εν προκειμένω οι όροι χαρακτηρισμού αυτού, οι ενάγοντες υπέστησαν προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητάς τους, που συνιστά και θεμελιώνει και το στοιχείο του παρανόμου της αδικοπρακτικής ευθύνης (914 ΑΚ), αφού οι τελευταίοι εμφανίζονταν ως αφερέγγυα πρόσωπα ενώ η μη δυνατότητα εξυπηρέτησης των δανείων τους, λόγω των προτεινόμενων όρων εκ μέρους της εναγομένης είχαν ως συνέπεια να καταστούν ληξιπρόθεσμες οι οφειλές αυτών με τις συνεπακόλουθες δυσμενείς επιπτώσεις. Από τα παραπάνω συνεπώς προκύπτει ότι οι ενάγοντες έχουν κατά της εναγομένης αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, θεμελιούμενη στην ως άνω καταφαθείσα αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης από τις υπαίτιες ενέργειες των προστηθέντων υπαλλήλων της, στην παράνομη προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας των εναγόντων, αλλά και στην ευθύνη της τράπεζας από την ζημία, που προκάλεσε σ’ αυτούς ως παρέχουσας υπηρεσίες. Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

- ΜΠρΠειρ 2/2021

Διαδικασία περιουσιακών διαφορών – Αναγκαστική εκτέλεση – Ανακοπή – Έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, δυνάμει της οποία η καθής η ανακοπή προβαίνει σε εμφανή περιορισμό του ποσού της απαίτησης για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται σε τι αφορά ο εν λόγω περιορισμός, προκειμένου να καθίσταται σαφές για ποια ακριβώς κονδύλια διενεργείται έκτοτε η εκτέλεση -.

Η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισμός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 του ΚΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι, πλην όμως θα πρέπει να γίνεται, αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε και αφετέρου ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης. Η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύστηκε η αναγκαστική εκτέλεση συντίθετο από κεφάλαιο και έξοδα, εντόκως, με διαφοροποίηση του ποσού και της χρονικής αφετηρίας του ποσού των τόκων, ανά είδος. Κατά συνέπεια, με τον ακόλουθο περιορισμό της απαίτησης στην ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, χωρίς να προσδιορίζονται σε τι συνίσταται επακριβώς ο εν λόγω περιορισμός, ήτοι τα ακριβή κονδύλια για τα οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, καθιστά άκυρη την κατασχετήρια έκθεση λόγω έλλειψης στην ουσία της προϋπόθεσης του εκκαθαρισμένου της απαίτησης. Εν όψει τούτων, αναγκαία, προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης, και σε συνδυασμό τις διατάξεις των άρθρων 904, 915 και 916 του ΚΠολΔ είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της εκτάσεως, του είδους και του περιεχομένου της αξιώσεως που ενσωματώνει, γεγονός το οποίο εν προκειμένω η επισπεύδουσα καθ’ ής παραβλέπει, με συνέπεια ο περιορισμός αυτός να καθίσταται αόριστος, επιφέροντας στην ουσία την μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη και συνακόλουθα την ακυρότητα της Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης.

-ΜΠρΑΘ 1942/2020

Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα κατά ν. 3869/2010. Αίτηση αναστολής εκτέλεσης οριστικής απόφασης κατ΄ άρθρο 6§5 του άνω νόμου. Δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης στα πλαίσια ασκήσεως εφέσεως κατ’ αυτής βάσει του άρθρου 763 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και επί δικών κατά την εκουσία δικαιοδοσία. Αρμοδιότητα δικαστηρίου που δύναται να διατάξει την ως άνω αναστολή. Προϋποθέσεις χορήγησης αναστολής της εκτέλεσης οριστικής απόφασης που εξεδόθη επί αιτήσεως κατ΄άρθρο 4§1 του Ν. 3869/2010 κατόπιν ασκήσεως εφέσεως κατ΄ αυτής. Για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου που θα δικάσει την σχετική αίτηση αναστολής εφαρμόζονται αναλόγως οι ρυθμίσεις του άρθρου 763 ΚΠολΔ. Όροι βάσιμου αιτήσεως οφειλέτη για την ρύθμιση των οφειλών του κατ΄άρθρο 4§1 του Ν. 3869/2010 όπως η άνευ δόλου περιέλευση του σε πάγια και μόνιμη αδυναμία αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του. Έννοια δόλου που αντλείται από το ποινικό δίκαιο. Διακρίσεις αυτού. Αρκεί να συντρέχει είτε κατά την ανάληψη των δανειακών υποχρεώσεων του οφειλέτη είτε μεταγενεστέρως. Όροι συνδρομής δόλιας περιέλευσης οφειλέτη σε κατάσταση υπερχρέωσης. Τον δόλο του οφειλέτη οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει ο πιστωτής αφού δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα. Ορισμένο της σχετικής ένστασης. Από τις αποδείξεις προέκυψε πως πιθανολογείται η ευδοκίμηση της έφεσης του αιτούντος κατά της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την αίτηση ενώ τυχόν εκτέλεση της θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη. Δέχεται αίτηση</b>

ΜπρΠειρ 1726/2020

Άκυρος  ο όρος υπολογισμού του επιτοκίου σε έτος 360 ημερών (παραπομπή στην ΑΠ 368/2019). Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6-2017) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 430/2005). Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ` αριθμό 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α` 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, αφού οι ανωτέρω διατάξεις δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 2251/1994, και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης.

1140/2020 ΠΠΡ ΠΕΙΡ

Σχετικώς άκυρη σύμβαση πώλησης λόγω εικονικότητας .Έγκυρη και αμοιβαίως επιδιώξιμη η υποκρυπτόμενη σύμβαση δωρεάς υπό τρόπο .Προϋποθέσεις εγκυρότητας νόμιμης ανάκλησης δωρεών λόγω αχαριστίας και λόγω μη εκτέλεσης του τρόπου υπό τον οποίο αυτές συστήθηκαν . Με τη γενόμενη νόμιμη και έγκυρη ανάκληση των δωρεών λόγω αχαριστίας και λόγω μη εκτέλεσης του τρόπου υπό τον οποίον ταύτες συστήθηκαν, η εναγομένη πλέον διατηρεί εμπράγματο δικαίωμα της ψιλής κυριότητας του αμέσως ανωτέρω διαμερίσματος χωρίς νόμιμη αιτία . Καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως της δωρεοδόχου – εναγομένης, σε περίπτωση άρνησης στην επαναμεταβίβαση της ψιλής κυριότητας του ανωτέρω διαμερίσματος, και μεταγραφή της προς τούτο τελεσίδικης απόφασης (και της δήλωσης του δωρητή) σε συμβολαιογράφο για αποδοχή απόφασης

- ΜπρΚαλαβρυτων 54/2020

Τριτανακοπή μη κλητευθέντος εγγυητή σε δίκη του Ν. 3869/2010- Αρμόδιο Δικαστήριο το Δευτεροβάθμιο, διότι η τριτανακοπτόμενη απόφαση του Εφετείου, ενσωματώνει και την απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου-Λόγος Τριτανακοπής κάθε λόγος που βάλλει κατά της ουσιαστικής ή τυπικής ορθότητας της απόφασης- Ο εγγυητής που δεν κλητεύθηκε σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό, παραδεκτώς ασκεί τριτανακοπή και το έννομο συμφέρον του θεμελιώνεται στην απώλεια, εν μέρει,  του δικαιώματος αναγωγής του, όπως τούτο προκύπτει από τη διάταξη του αρ. 12 του Ν. 3869/2010  και πριν, αλλά και μετά τις τροποποιήσεις του,  με το αρ. 65 του Ν. 4549/2018.  Από τη διατύπωση της τελευταίας διάταξης προκύπτει με σαφήνεια  ότι δίνεται μεν δικαίωμα αναγωγής στον εγγυητή, πλην όμως , μόνο ως προς το τμήμα της οφειλής, που περιλαμβάνεται στη ρύθμιση του αρ. 8 ή στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών του αρ. 9, όχι δε για το τμήμα της οφειλής από την οποία ο οφειλέτης  πρόκειται να απαλλαγεί  κατά την παράγραφο 1 του αρ. 11 ποσό  το οποίο ο εγγυητής οφείλει να καταβάλει στον πιστωτή. Ενόψει τούτων η μη επίδοση στον εγγυητή καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση , αφού μόνο έτσι προστατεύονται πλήρως τα δικαιώματα του εγγυητή.  Επομένως τόσο το Ειρηνοδικείο, όσο και το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δεν κήρυξαν απαράδεκτη τη συζήτηση έσφαλαν στην ερμηνεία του νόμου και γι’ αυτό το λόγο η τριτανακοπτόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί- Εξουσία του Δικαστηρίου που ακυρώνει την απόφαση, να προχωρήσει σε κατ’ ουσίαν έρευνα των αρχικών αιτήσεων-Δεκτή η Τριτανακοπή-Ακυρώνεται η Απόφαση-Το Δικαστήριο κρατεί και δικάζει τις αιτήσεις, δεχόμενες αυτές εν μέρει.

20/2020 ΕΙΡ ΠΕΙΡ

Αίτηση αναστολής του αρ. 6 παρ. 5 Ν. 3869/2010 . Πιθανολογείται η ευδοκίμηση της Έφεσης καθόσον η εκκαλουμένη έλαβε υπόψη της κι εξέτασε την ένσταση δολίας περιέλευσης χωρίς αυτή να έχει προταθεί ορισμένα από τους πιστωτές . Ειδικότερα: O ενιστάμενος πιστωτής πρέπει να αναφέρει: α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) το χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Η εκκαλουμένη θεμελίωσε τη δικανική της πεποίθηση σε πραγματικά περιστατικά που δεν προτάθηκαν από τους αντιδίκους, μεταθέτοντας σε παρελθόντα χρόνο την έναρξη αδυναμίας πληρωμών, προκειμένου να στηρίξει τη δικανική της κρίση στη φερόμενη ως δόλια συμπεριφορά. Επιπλέον κατέληξε σε εσφαλμένες παραδοχές σχετικά με τη συγκρότηση της έννοιας του δόλου . Πιθανολογείται η ανεπανόρθωτη βλάβη από την επίσπευση της εκτέλεσης . Δέχεται την αίτηση.

3636/2019 ΜΠΡ ΑΘ

Προστασία καταναλωτή. Στην έννοια του καταναλωτή εντάσσεται ο τελικός αποδέκτης προϊόντων και υπηρεσιών, ακόμα και εάν καλύπτουν επαγγελματικές του ανάγκες. Τέτοιος θεωρείται και ο έμπορος που λαμβάνει πίστωση από Τράπεζα, καθώς και ο εγγυητής,  εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Καταχρηστικοί Γενικοί Όροι Συναλλαγών. Ο υπολογισμός τόκου δανείου με βάση έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας. Αδιάφορος ο υπολογισμός του επιτοκίου Euribor με βάση έτος 360 ημερών, καθώς αφορά το διατραπεζικό δανεισμό. Σύμβαση στεγαστικού δανείου. Όρος περί υπολογισμού τόκων με βάση «λογιστικό» έτος 360 ημερών. Καθιστά την απαίτηση της τράπεζας ανεκκαθάριστη. Αδυναμία προσδιορισμού παράνομης επιβάρυνσης δανειοληπτών. Πιθανολόγηση της ευδοκίμησης της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και πρόκλησης ουσιώδους και σημαντικής βλάβης στα συμφέροντα των δανειστών από την εκτέλεσή της. Αναστέλλει εκτέλεσή της. Ανακοπή κατά της εκτελεστικής διαδικασίας. Δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης μόνον επί άμεσης εκτέλεσης ή κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της απόφασης που εκδόθηκε επί της ανακοπής. Μη εφαρμογή διατάξεων περί προσωρινής ρύθμισης κατάστασης.

1237/2019 ΠΠΡ ΠΕΙΡ

Αγωγή δανειοληπτών κατά  Τράπεζας για δάνειο με ρήτρα αξίας ελβετικού φράγκου . Υποχρέωση της Τράπεζας να υπολογίσει αναδρομικά από την αρχή της συμβατικής σχέσης,  τις απορρέουσες από το δάνειο υποχρεώσεις των οφειλετών  με την ισχύουσα κατά το χρόνο εκταμίευσης ισοτιμία.

Άκυροι ως αδιαφανείς όροι της δανειακής σύμβασης , όπως και ο όρος αναγνώρισης του υπολοίπου σε μεταγενεστέρως συναφθείσα Πρόσθετη Πράξη. Άκυρος ο ΓΟΣ  και κατά το σκέλος που αφορά στο προσφερόμενο από την Τράπεζα, πρόγραμμα Προστασίας της Δόσης (περιορισμένο χρονικά, προστασία μόνο της δόσης και όχι του κεφαλαίου, ενώ από  τη διατύπωση του ΓΟΣ «μειωθεί ή αυξηθεί» προκύπτει ότι αφορούσε και σε Προστασία της Τράπεζας και όχι μόνο του δανειολήπτη).

Ανεπαρκής και η μετατροπή νομίσματος  ως μέθοδος αντιστάθμισης.

Παραβίαση από την Τράπεζα των υποχρεώσεών της σύμφωνα με την ΠΔΤΕ 2501/2002

- ΜπρΠειρ 709/2019

Ν. 3869/2010 –  Η ένδικη αίτησή κατατέθηκε το έτος 2014 και σύμφωνα με τα κάτωθι αναλυτικά παρατιθέμενα διδάγματα της κοινής   πείρας και λογικής, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έπρεπε να αχθεί σε διαφορετική κρίση και να ερμηνεύσει ορθά το ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 κατά την ουσιαστική προϋπόθεση υπαγωγής του αιτούντος στο νόμο, που αφορά την περιέλευσή του σε αδυναμία πληρωμών, ήτοι έπρεπε αδιαμφισβήτητα να κρίνει ότι ο αιτών ως υπάλληλος του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΔΕΚΟ-ΟΔΗΓΟΣ ΣΤΗΝ ΟΣΥ ΑΕ), κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησής, είχε υποστεί μείωση στο εισόδημά του, που υπερέβαινε ποσοστιαία το 60% (μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας μέχρι και το καλοκαίρι του έτους 2012). Δέχεται την έφεση τυπικά και στην ουσία της, εξαφανίζει την εκκαλουμένη, δέχεται την αίτηση.

- ΜΠρΠειρ 42/2019

Ανακοπή – Άκυρος ο ΓΟΣ υπολογισμού του επιτοκίου σε έτος 360 ημερών, ως αντίθετος στην Κοινοτική Οδηγία 98/7/ΕΚ που ενσωματώθηκε στο Εθνικό Δίκαιο με ΚΥΑ Ζ1-178/2001, στη με αριθμό Ζ1798/2008 ΥΑ ως ισχύει τροποποιημένη με την υπ’ αριθμ. Ζ1-21/2011 ΥΑ, στην Κοινοτική Οδηγία 2008/48/ΕΚ που ενσωματώθηκε στο Εθνικό Δίκαιο με ΚΥΑ Ζ1-699/2010. Τούτο δεν αναιρείται από τη διάταξη του αρ. 3 παρ. 1 Ν 2842/2000, ούτε από την υπ’ αριθμ. 30/2000 πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής , καθώς οι διατάξεις αυτές είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών. Η άποψη κατά την οποία ο ανακόπτων πρέπει όχι μόνο να επικαλεστεί το ανεκκαθάριστο της απαίτησης, αλλά επιπλέον και να προσδιορίσει το ποσό κατά το οποίο είναι ανεκκαθάριστη, συνεπάγεται την ανεπίτρεπτη κεκαλυμμένη αντιστροφή του βάρους της απόδειξης αφού μετατίθεται στον ανακόπτοντα η υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει εγγράφως το βέβαιο και εκκαθαρισμένο αυτής. Δεκτή η ανακοπή, ακυρώνεται η Διαταγή Πληρωμής στο σύνολό της.

- ΜΠρΑθ (Ασφ) 2536/2018

Αναστολή – Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η καθής τράπεζα δεν προέβη κατά το στάδιο των προσυμβατικών διαπραγματεύσεων σε έρευνα περί του αν συνέτρεχε στο πρόσωπο των δανειοληπτών περίπτωση φυσικής αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, δηλαδή εάν ελάμβαναν εισοδήματα σε αυτούσιο νόμισμα ελβετικού φράγκου. Επί πλέον δεν προέβη κατά το στάδιο των προσυμβατικών διαπραγματεύσεων σε προκαταρκτική έρευνα στη χορήγηση του δανείου με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου, προκειμένου να επιτευχθεί προσαρμοσμένη στους ανακόπτοντες πληροφόρηση αναφορικά με την αγορά συναλλάγματος, λαμβάνοντας υπόψη της την αντιληπτική τους ικανότητα, τη μόρφωση, το επίπεδο γνώσης, την ηλικία, το επάγγελμα, την οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση τους. Εξάλλου οι ανακόπτοντες από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε πως διέθεταν ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος, απορριπτόμενου του ισχυρισμού της καθής ότι μπορούσαν να αντιληφθούν τους κινδύνους, που αναλαμβάνουν, δεδομένου ότι τα δάνεια, που χορηγήθηκαν σε Ελβετικό φράγκο, δεν είναι απλά δάνεια, αλλά στην ουσία είναι προϊόντα επενδυτικού χαρτοφυλακίου συνδεμένα ευθέως με την αγορά συναλλάγματος. Η αγορά συναλλάγματος  είναι η αγορά όπου καθορίζονται οι συναλλαγματικές ισοτιμίες. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι οι μηχανισμοί μέσω των οποίων τα διάφορα νομίσματα συσχετίζονται μεταξύ τους στην παγκόσμια αγορά, παρέχοντας την τιμή του ενός ως προς το άλλο. Το σημαντικότερο επομένως που ο δανειολήπτης έπρεπε να σταθμίσει, ήταν ο μεγάλος κίνδυνος, που αναλάμβανε έναντι μιας μελλοντικής σοβαρής μεταβολής της ισοτιμίας και ο τρόπος που αυτό 0α μπορούσε να επιδράσει στην αποπληρωμή του δανείου. Αυτό θα ήταν δυνατό να γίνει μόνο με τη βοήθεια ειδικού συμβούλου της τράπεζας, εξειδικευμένου στην παροχή επενδυτικών συμβουλών σε ξένο νόμισμα. Η πληροφόρηση αυτή. έπρεπε να είναι επαρκής και εξειδικευμένη, προκειμένου οι δανειολήπτες να είναι σε θέση να λαμβάνουν εμπεριστατωμένες και συνετές αποφάσεις, έπρεπε δε να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις και το κεφάλαιο του δανείου, μια σοβαρή υποτίμηση του ευρώ και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του Ελβετικού φράγκου. Αναστέλλει την εκτέλεση μέχρι εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης επί της ανακοπής.

- ΕιρΜάσσητος 111/2018

Ν. 3869/2010 – Ο ιδιοκτήτης μικρού καφενείου, που δεν απασχολεί προσωπικό και έχει μικρό κύκλο εργασιών, θεωρείται μικρέμπορος, με αποτέλεσμα να υπάγεται στις διατάξεις του Ν 3869/2010. Δέχεται την αίτηση.

- ΜΠρΑθ 7839/2017

Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής από σύμβαση τραπεζικής πίστωσης. Εκδίκαση της ανακοπής κατά την προσήκουσα  ειδική διαδικασία κι όχι κατά την τακτική διαδικασία με την οποία εισήχθη. Η δυνατότητα αυτή δεν υπάρχει όταν η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας συνοδεύεται και με παραπομπή της υπόθεσης σε ιεραρχικά ανώτερο δικαστήριο. Κατάχρηση δικαιώματος. Καταχρηστική η καταγγελία Τράπεζας σε περίπτωση δυσχέρειας πιστούχου της να ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις του λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας, η οποία υπερβαίνει τα όρια αντοχής του. Δέχεται την ανακοπή.

- ΠΠρΠειρ 1911/2017

Χορήγηση δανείου σε ελβετικό φράγκο. Ακυρότητα ΓΟΣ. Οι προσβαλλόμενοι με την αγωγή ΓΟΣ ήταν μεν σαφείς ως προς τη γραμματική τους διατύπωση, το γεγονός αυτό όμως δεν αρκούσε από μόνο του για τη διαπίστωση της εγκυρότητάς τους, καθώς υπήρχε αδιαφάνεια υπό την έννοια της αοριστίας ως προς τις οικονομικές συνέπειες της επίδικης ρήτρας της συναλλαγματικής ισοτιμίας ώστε να διαψευστούν οι τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες κάθε μέσου δανειολήπτη ότι καταβάλλοντας τις συμφωνηθείσες δόσεις ανελλιπώς το ποσό της οφειλής θα μειώνεται και δε θα αυξάνεται λόγω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου. Παράλειψη της τράπεζας να υπομνήσει ρητώς στον ενάγοντα τον κίνδυνο της διακύμανσης της ισοτιμίας και να τον διαφωτίσει ως προς τις συνέπειες αυτές. Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

- ΕφΠειρ 791/2017

Σύναψη στεγαστικών δανείων σε ελβετικό φράγκο. Υπαρξη επί του κειμένου των συμβάσεων αδιαφανούς και καταχρηστικού προδιατυπωμένου όρου για την αποπληρωμή του δανείου με βάση την κυμαινόμενη ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου κατά τον χρόνο της καταβολής και όχι κατά τον χρόνο εκταμίευσης του ποσού των πιστώσεων. Καταχρηστικότητα γενικών όρων συναλλαγής (ΓΟΣ) και προϋποθέσεις αυτής. Για τη θεμελίωση της απαιτούμενης διαφάνειας των σχετικών συμβάσεων απαιτείται η προ της υπογραφής της δανειακής σύμβασης σαφής και εμπεριστατωμένη ενημέρωση των δανειοληπτών για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους μέσω της ευκρινούς διατύπωσης του τρόπου λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, της μεθόδου και των ιδιαιτεροτήτων του μηχανισμού μετατροπής του εγχωρίου νομίσματος σε ξένο, της σχέσης μεταξύ του μηχανισμού αυτού και τυχόν άλλων, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να διαγνώσει εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων, που καλείται να καταβάλει για την αποπληρωμή του δανείου του, όσο και για το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου, σε περίπτωση, που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιείται σε βάρος του πρώτου. Ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο θεώρησε άκυρο τον συγκεκριμένο προδιατυπωμένο όρο και διέταξε όπως οι εφεσίβλητοι οφείλουν να καταβάλλουν μηνιαίες δόσεις σε ευρώ και με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά τον χρόνο εκταμίευσης των δανείων. Απόρριψη από το εφετείο του αιτήματος εκκαλούσας να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ. Απορρίπτει κατά πλειοψηφία έφεση. Αντίθετη μειοψηφία.(Παρατηρήσεις Βίκτορος Τσιαφούτη, στη Δ/νη 2018/520).

- ΠΠρΝαυπλ 456/2017

Δάνειο με ρήτρα Ελβετικού Φράγκου. Μη εφαρμογή 291 ΑΚ. Αναδεικνύεται, επομένως, ότι τα μέρη δεν θέλησαν την οφειλή ξένου νομίσματος, αλλά χρησιμοποίησαν το ελβετικό φράγκο ως χρήμα μέτρο, ήτοι για τον προσδιορισμό της εκτάσεως της οφειλής σε ευρώ, η οποία θα διαμορφωνόταν ευνοϊκά ανάλογα με την ισοτιμία. Έτσι δεν πρόκειται για χρηματική οφειλή ξένου νομίσματος, οπότε εκ των πραγμάτων η ΑΚ 291, ως κανόνας ενδοτικού δικαίου, δεν είναι εφαρμοστέα στις υπό κρίση συμβάσεις. Ακόμα κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι υφίσταται εν προκειμένω γνήσια διαζευκτική ενοχή, η ΑΚ 291 θα ήταν εφαρμοστέα μόνο εάν οι ενάγοντες είχαν επιλέξει την αποπληρωμή σε αλλοδαπό νόμισμα. Ακυρότητα ΓΟΣ ισοτιμίας. O όρος της επίδικης σύμβασης, προκαλεί διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των εναγόντων, συμβαλλόμενου μέρους στις ένδικες δανειακές συμβάσεις, ως πρόσθετη αυτοτελή ρύθμιση μη καλυπτόμενη από τις διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, και αποκλίνει από τον ορίζοντα δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή οδηγώντας σε στρέβλωση του σκοπού της σύμβασης, με βάση τις δικαιολογημένες προσδοκίες του μέσου καταναλωτή, όπου συγκαταλέγονται οι ενάγοντες, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας υπό τις τρεις εκδοχές της, δηλαδή ως αρχή της αναγκαιότητας, της προσφορότητας και της αναλογικότητας stricto sensu, αλλά και κατ’ εφαρμογή της αρχής της διαφάνειας. Παραβίαση ΠΔΤΕ 2501/2002. Ελλειψη προσυμβατικής ενημέρωσης. Με τα πιο πάνω δεδομένα, η ενημέρωση του δανειολήπτη, σε σχέση με τα δάνεια σε συνάλλαγμα και αναφορικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πρέπει να συνίσταται στην παροχή ειδικών πληροφοριών, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα του προϊόντος αυτού με ομοειδή, καθώς και να γίνεται κατανοητή η πιθανή εξέλιξη του δανείου, ως προς το οφειλόμενο κεφάλαιο και οι πιθανοί κίνδυνοι, για τη διευκόλυνση δε της κατανόησης και συγκρισιμότητας του παραπάνω προϊόντος, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων, που προσδιορίζουν την πορεία του δανείου, με εναλλακτικές παραδοχές, ως προς την κύρια συνιστώσα, που δεν είναι άλλη από την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας, παραθέτοντας δύο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα.

- ΕιρΜάσσητος 175/2017 (Εκουσία)

Ν. 3869/2010 – Κρίση ότι η ιδιοκτήτρια μικρού κομμωτηρίου κατά το παρελθόν, με δευτερεύουσα δραστηριότητα την άδεια λειτουργίας μικρού καφενείου, θεωρείται μικρέμπορος. Συνταγματική η Υπαγωγή στο Νόμο 3869/2010, των οφειλών προς τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Απορρίπτεται η ένσταση δολίαςπεριέλευσης σε αδυναμία πληρωμών. Δέχεται την αίτηση, ρυθμίζει τις οφειλές της αιτούσας.

- ΕιρΚρωπ 24/2017 (Εκουσία)

Ν. 3869/2010 – Αίτηση μεταρρύθμισης οριστικής απόφασης (αρ. 8 παρ. 4 Ν 3969 σε συνδ. με αρ. 758 ΚπολΔ) κατά το σκέλος των καταβολών του αρ. 8 παρ. 2- Η ισχύς της απόφασης έχει αναδρομική ισχύ και ανατρέχει στο χρόνο υποβολής της αίτησης, εφόσον έκτοτε είναι δεδομένη η μεταβολή που δικαιολογεί τη μεταρρύθμιση – Η άσκηση εφέσεως από πιστωτή δε δημιουργεί απαράδεκτο της μεταγενεστέρως ασκηθείσης αιτήσεως μεταρρύθμισης αφού κατ’ αρ. 758 ΚΠολΔ επιτρέπεται η μεταρρύθμιση οριστικής απόφασης από το εκδόν Δικαστήριο όταν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες χωρίς να εξαρτά τις προϋποθέσεις αυτές από τυχόν τελεσιδικία της-Απόρριψη ένστασης αοριστίας- Απόρριψη ένστασης καταχρηστικής άσκησης- Ο ισχυρισμός της πρώτης μετέχουσας ότι η ένδικη αίτηση ασκείται καταχρηστικά επειδή ο αιτών αφού πέτυχε την έκδοση ευνοϊκής απόφασης για τη ρύθμιση των οφειλών του επιδιώκει την ακόμα ευνοϊκότερη απόφαση με δόση δυσανάλογα μικρή προς το ύψος των οφειλών του, τυγχάνει απορριπτέα, καθώς τα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν υπερβαίνουν τα ακραία αξιολογικά όρια που θέτει ο κανόνας του αρ. 281 ΑΚ. Άλλωστε, με το Ν. 3869/2010 δόθηκε η δυνατότητα σε υπερχρεωμένους πολίτες που έχουν αποδεδειγμένη και μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, να ρυθμίσουν την εξόφλησή τους με ευνοϊκότερους όρους και να απαλλαγούν από αυτά, εφόσον εξυπηρετήσουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με βάση το εισόδημά τους ένα μέρος των χρεών τους. Η δυνατότητα ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά βρίσκει τη νομιμοποίησή της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία άλλωστε και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μία τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει, όμως, να εξυπηρετεί ευρύτερα και το γενικότερο συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα (βλ. αιτιολογική έκθεση Ν. 3869/2010)-Δέχεται την αίτηση-Μεταρρυθμίζει την υπ’ αριθμ. 978/2014 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Κρωπίας.

- ΜπρΠειρ 2505/2016

Ανακοπή – Η καθ’ ης πιστώτρια, κατήγγειλε τη σύμβαση χωρίς προηγουμένως να τάξει εύλογη προθεσμία στον ανακόπτοντα, με αποτέλεσμα να επέλθουν επαχθείς για τον ίδιο συνέπειες. Δεκτή η ανακοπή, ακυρώνεται η διαταγή πληρωμής στο σύνολό της.

- ΠΠρΠειρ 619/2016

Προστασία Καταναλωτή. Γενικοί Οροι Συναλλαγών. Στεγαστικό δάνειο σε συνάλλαγμα (ελβετικό φράγκο). Η επιλογή σύναψης του δανείου από τους ενάγοντες εκείνη την εποχή, όπως και από μεγάλη μερίδα δανειοληπτών ήταν απόρροια του επιτοκιακού οφέλους, τονιζόταν δε αυτό το πλεονέκτημα από τις σχετικές καμπάνιες των Τραπεζών και έτσι τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο προωθούνταν μαζικά κατά τον τότε χρόνο. Ορος στην σύμβαση ότι “εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε ΕΥΡΩ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής”. Από τις αρχές του 2008 η ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου κατέγραψε μεγάλη μείωση σε βάρος του ευρώ, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι μηνιαίες δόσεις που έπρεπε να καταβάλουν οι ενάγοντες προς αποπληρωμή των δανείων τους όπως και το οφειλόμενο σε ποσό Ευρώ για την αποπληρωμή του δανείου. Οι ενάγοντες δεν ενημερώθηκαν από τους υπαλλήλους της Τράπεζας για τον κίνδυνο στη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πράγμα απαραίτητο, διότι, καίτοι λογιστές, δεν είχαν ιδιαίτερες γνώσεις για τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, ούτε περιουσία ή εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο. Κρίση ότι ο προαναφερόμενος όρος, που ήταν προδιατυπωμένος από την Τράπεζα και περιλαμβάνεται στους ΓΟΣ, χωρίς να έχει αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης των διαδίκων, είναι αόριστος και ασαφής, επομένως καταχρηστικός και άκυρος, διότι παραβιάζεται από την Τράπεζα η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των ΓΟΣ, δηλαδή εν προκειμένω δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατρπής του εγχώριου σε ξένο νόμισμα. Κρίση ότι η υπογραφή και παραλαβή προδιατυπωμένων συμβάσεων κι επιστολών, μεταξύ των οποίων και η επιστολή για την ενημέρωση συναλλαγματικού κινδύνου, δεν θεωρείται ορθή εκτέλεση των προσυμβατικών υποχρεώσεων για επαρκή πληροφόρηση. Ακυρότητα του επίμαχου όρου και αναπλήρωσή του από τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, με αποτέλεσμα οι καταβολές που πραγματοποιούν οι ενάγοντες σε ευρώ πρέπει να υπολογίζονται από την εναγομένη σε ελβετικά φράγκα με βάση την ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων, που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης των δανείων.

ΕιρΑθ 7191/2010

Ανακοπή – Καταχρηστικοί Γενικοί Όροι Συναλλαγών σε σύμβαση Πιστωτικής Κάρτας. Το περιεχόμενο σε Γ.Ο.Σ. πλάσμα περιελεύσεως έχει ως σκοπό να διευκολύνει την απόδειξη για τον δίδοντα δήλωση βούλησης χρήστη. Παράλληλα όμως πρέπει να επιτρέπει στον αντισυμβαλλόμενό του χρήστη την ανταπόδειξη της ματαιωθείσης περιελεύσεως. Πλάσματα περιελεύσεως τα οποία αποκλείουν τέτοια ανταπόδειξη θεωρούνται ανίσχυρα κατά το αρ. 2 παρ. 6 ν. 2251/1994. Τούτο ιδία συμβαίνει για το τεκμήριο περιελεύσεως το οποίο στους Γ.Ο.Σ. διαμορφώνεται ως αμάχητο. Ως εκ τούτου, είναι άκυρος ο ΓΟΣ σύμβασης με τον οποίο δημιουργείται πλάσμα δικαίου διότι συνιστάται έμμεση και κεκαλυμμένη αντιστροφή του βάρους της απόδειξης ως προς τις εγγραφές των λογαριασμών και τη λήψη τους, πρόκειται δηλαδή για περίπτωση προβλεπομένη από το άρθρο 2 παρ. 7 περ. κζ΄ ν. 2251/1994. Η καταγγελία σύμβασης αορίστου διαρκείας,  όπως ακριβώς η σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας, δίχως να τάσσεται στον οφειλέτη εύλογη προθεσμία προς αποπληρωμή της οφειλής του, τυγχάνει άκυρη.