Εφετείο Πειραιά 327/2024

Επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης· νομιμοποίηση· ο ειδικός διάδοχος της απαίτησης, μπορεί, δυνάμει διαταγής πληρωμής, να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση, μόνο εάν, κατ’ αναλογική εφαρμογή του αρ. 919 παρ. 2 ΚΠολΔ, απέκτησε την απαίτηση μετά την έκδοση του εκτελεστού τίτλου, δεδομένου ότι η υποβολή της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, η έκδοση αυτής και η επίδοσή της, δεν δημιουργούν εκκρεμοδικία. Εξαφανίζεται η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 2055/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, διότι εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 919 παρ. 2, 221, 222 και 632 ΚΠολΔ, απορρίπτοντας την ανακοπή. Δεκτή η έφεση και η ανακοπή, ακυρώνονται η επιταγή προς εκτέλεση και η αναγκαστική κατάσχεση, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης της επισπεύδουσας την εκτέλεση.

Εφετείο Πειραιά 299/2024

Συνεκδίκαση ανακοπών αρ. 632 και 933 ΚΠολΔ. Εσφαλμένη ερμηνεία κατ’ αρ. 68, 73 και 626 ΚΠολΔ της εκκαλουμένης υπ’ αριθμ. 502/2024 οριστικής απόφασης του ΜΠρΠειρ καθόσον προέβη σε ουσιαστική διάγνωση της ενεργητικής νομιμοποίησης της αιτούσας την έκδοση του τίτλου ΕΔΑΔΠ. Όταν η ενεργητική νομιμοποίηση στηρίζεται σε σειρά καθολικών ή ειδικών διαδοχών, που αφορούν στην κτήση της ένδικης απαίτησης, απαιτείται να αποδεικνύεται ολόκληρη η αλληλουχία των μεταβολών αυτών, ήτοι να αποδεικνύονται και οι ενδιάμεσες διαδοχές. Παράλειψη της εφεσίβλητης-καθ’ ης η ανακοπή, να επισυνάψει αποσπάσματα καταλόγου με τη μεταβιβαζόμενη απαίτηση, εξαχθέντα εκ του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, τόσο σε ενδιάμεση σύμβαση επανεκχώρησης, όσο και σε σύμβαση εκχώρησης. Διαδικαστικό απαράδεκτο στην έκδοση της διαταγής πληρωμής, διότι η ενεργητική νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ, ήταν εγγράφως αναπόδεικτη. Δεκτή η έφεση, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη, δέχεται την ανακοπή, ακυρώνεται η διαταγή πληρωμής, η επιταγή προς πληρωμή, η εντολή προς εκτέλεση και η κατασχετήρια έκθεση.

ΜΠρΠειρ 2055/2024 (Περιουσιακές Διαφορές)

Η διάταξη του άρθρου 630Α ΚΠολΔ καθιστά υποχρεωτική την επίδοση της διαταγής πληρωμής στον καθ’ ου και θεσπίζει ανώτατο χρονικό όριο για τη διενέργεια της. Αν η διαταγή δεν επιδοθεί (εγκύρως) στον καθ’ ου μέσα στη δίμηνη προθεσμία, αποβάλλει αυτοδικαίως την ισχύ της, με συνέπεια η διαταγή να μην παράγει πλέον καμία έννομη ενέργεια, αλλά και τα αποτελέσματα που τυχόν επήλθαν να ανατρέπονται αναδρομικά. Το ανίσχυρο της διαταγής πληρωμής που δεν επιδόθηκε μέσα στην προαναφερόμενη δίμηνη προθεσμία συνιστά δικονομική ακυρότητα που επέρχεται αυτοδικαίως κατά το άρθρο 159 περ. 1 του ΚΠολΔ. Εν προκειμένω, η καθ’ ης εταιρεία διαχείρισης, δεν ανταποκρίθηκε στο δικονομικό βάρος της απόδειξης, δεν προσκόμισε έκθεση επίδοσης, μη αποδεικνύοντας την εμπρόθεσμη επίδοση του εκτελεστού τίτλου. Ακυρώνεται η διαταγή πληρωμής, η επιταγή προς εκτέλεση, η εντολή για κατάσχεση και η ίδια ηκατασχετήρια έκθεση.

ΜΠρΠειρ 1607/2024 (Περιουσιακές Διαφορές)

Η διάταξη της ΚΠολΔ 935, εφαρμόζεται μόνο υπό την προϋπόθεση ότι έχει ήδη ασκηθεί ανακοπή κατ’ αρ. 933 ΚΠολΔ. Εκτελεστική διαδικασία, που επισπεύδεται δυνάμει απλής φωτοτυπίας εκτελεστού απογράφου είναι άκυρη. Το τελευταίο συνιστά αυτοτελές έγγραφο σε σχέση με την επιταγή προς πληρωμή, ως εκ τούτου πρέπει να φέρει αυτοτελή επικύρωση. Εξάλλου η έλλειψη αυτή, ουδόλως καλύπτεται από την επικύρωση στο τέλος ενός συνόλου εγγράφων, συνδεδεμένων με συρραπτικό, διότι τούτο προϋποθέτει ότι πρόκειται περί ενός εγγράφου, με συνέχεια νοήματος και ενότητα περιεχομένου. Δεκτή η ανακοπή, ακυρώνεται η επιταγή προς εκτέλεση και η κατασχετήρια έκθεση.

ΜΠρΠειρ 1605/2024 (Περιουσιακές Διαφορές)

Όταν ενεργείται αναγκαστική εκτέλεση με βάση διαταγή πληρωμής, ο καθ’ ού η εκτέλεση μπορεί να προβάλει τις αντιρρήσεις του κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης με την προβλεπόμενη από το άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπή. Οι αντιρρήσεις αυτές μπορεί να αφορούν και την τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα του εκτελούμενου τίτλου και συνεπώς και την ύπαρξη της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, εφόσον αυτή δεν έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, ακόμα κι αν δεν έχει ασκηθεί ανακοπή κατ’ αρ. 632, υπό την προϋπόθεση όμως ότι δεν έχει γίνει η δεύτερη επίδοση. Ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας εξαιτίας διαδικαστικού απαραδέκτου κατά το στάδιο της έκδοσης του εκτελεστού τίτλου. Η καθ’ ης εταιρεία διαχείρισης, δεν απέδειξε την ενεργητική της νομιμοποίηση, διότι δεν προσκόμισε κρίσιμα νομιμοποιητικά έγγραφα, δυνάμει των οποίων θα μπορούσε εγγράφως να αποδείξει την εκχώρηση της απαίτησης και την ανάθεση της διαχείρισής της.

MπρΠειρ 1409/2024 (Περιουσιακές Διαφορές)

Τιτλοποίηση απαιτήσεων· κοινοποίηση επιταγής προς εκτέλεση και συγκοινοποίηση νομιμοποιητικών εγγράφων του ειδικού διάδοχου, προκειμένου αυτός να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση κατ’ άρθρο 925 § 1 ΚΠολΔ· παράλειψη συγκοινοποίησης στον ανακόπτοντα, αποσπάσματος από τον κατάλογο της μεταβιβαζόμενης απαίτησης, συνοδεύοντος τροποποιητική σύμβαση πώλησης, αλλά και προγενέστερων Συμβάσεων δυνάμει των οποίων, τροποποιήθηκε το παράρτημα της σύμβασης εκχώρησης· από τα συγκοινοποιούμενα με την προσβαλλόμενη επιταγή έγγραφα δεν αποδεικνύεται η αλληλουχία των μεταβιβάσεων της απαίτησης και η διαδρομή των μεταβολών στις συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης και κατά λογική συνέχεια, η απόκτηση αυτής από την Τράπεζα της οποίας τις απαιτήσεις διαχειρίζεται η καθ’ ης εταιρεία διαχείρισης· ακύρωση εκτέλεσης.

MπρΠειρ 1366/2024 (Ασφαλιστικά Μέτρα)

Αναστολή εκτελεστότητας διαταγής πληρωμής για οφειλή από τοκοχρεωλυτικό δάνειο. Βασικά στοιχεία σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου· έννοια χρεωλύτρου και τοκοχρεωλύτρου αντίστοιχα. Εφόσον στην σύμβαση έχει επιφυλαχθεί δικαίωμα καταγγελίας της από τον πιστωτή λόγω υπερημερίας του οφειλέτη να καταβάλλει τις ορισθείσες δόσεις, η άσκηση του εν λόγω διαπλαστικού δικαιώματος επιφέρει λύση της σύμβασης για το μέλλον και ο δανειστής δικαιούται να αξιώσει το σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου που καθίσταται στο σύνολο του ληξιπρόθεσμο και απαιτητό πλέον τόκων υπερημερίας από την καταγγελία. Καταγγελία σύμβασης· συνιστά μονομερή και απευθυντέα δικαιοπραξία· αναγκαίο περιεχόμενο εγγράφου καταγγελίας εκ της οποίας πρέπει να καθίσταται σαφές πως ο δανειστής καταγγέλλει την σύμβαση λόγω υπερημερίας του οφειλέτη ως προς την καταβολή των δόσεων· για να επιφέρει τα αποτελέσματα της πρέπει να παραληφθεί από τον οφειλέτη και εν γένει από τα πρόσωπα που απευθύνεται· χρόνος επέλευσης των αποτελεσμάτων της. Βασικές προϋποθέσεις εκδόσεως διαταγής πληρωμής προς είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων· μεταξύ αυτών η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης αλλά και η έγγραφη απόδειξη της ύπαρξης και του ύψους αυτής δια δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων που πρέπει να επισυνάπτονται στην σχετική αίτηση· επί έλλειψης των άνω προϋποθέσεων η διαταγή πληρωμής δεν πρέπει να εκδοθεί άλλως τυγχάνει ακυρωτέα λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου εφόσον προσβληθεί με ανακοπή από τον οφειλέτη. Από τις αποδείξεις δεν πιθανολογήθηκε πως παρελήφθη από τον ανακόπτοντα ούτε επισυνάφθηκε στην αντίστοιχη αίτηση διαταγής πληρωμής για την έγγραφη απόδειξη της απαίτησης, το έγγραφο καταγγελίας της επίδικης σύμβασης βάσει της οποίας θα μπορούσε η καθής να αξιώσει το σύνολο του ανεξόφλητου δανείου. Δεκτή η αναστολή εκτέλεσης.

MπρΠειρ 1447/2024 (Περιουσιακές Διαφορές)

Ακύρωση διαταγής πληρωμής λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου. Η καθ’ ης εταιρεία διαχείρισης από δάνεια και πιστώσεις, επιστήριξε την αίτηση και την έκδοση του τίτλου, σε διαχειριστική σύμβαση την οποία αργότερα και σε χρόνο πριν την αίτηση και την έκδοση του τίτλου, συμπλήρωσε και εξειδίκευσε με νέα διαχειριστική σύμβαση, χωρίς ωστόσο να προσκομίσει την τελευταία στο φάκελο που συνόδευσε την αίτηση. Δέχεται την ανακοπή, ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής και την επιταγή προς πληρωμή

MπρΠειρ 1366/2024 (Περιουσιακές Διαφορές)

Ανακοπή κατά αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει διαταγής πληρωμής. Καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση αυτής. Εμπρόθεσμο αυτής όταν βάλλει κατά του κύρους αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου. Νομιμοποίηση ειδικού διαδόχου αρχικού δανειστή προς επίσπευση κατά πρώτον ή συνέχιση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη. Έγγραφα που πρέπει να κοινοποιήσει κατά το άρθρο 925 ΚΠολΔ η επισπεύδουσα την εκτέλεση, για να συνεχίσει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης όταν, μεταξύ των άλλων,  έχει λάβει χώρα οιονεί καθολική διαδοχή, που προήλθε από απόσχιση κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας. Θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας από τη διασπώμενη και τη σύσταση της επωφελούμενης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση της τελευταίας. Τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν την διάσπαση, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα προηγούμενα οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της διασπάσεως καθ’ εαυτή, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών [διασπώμενη-επωφελούμενη]. Παράλειψη συγκοινοποίησης από την επισπεύδουσα της εγκριτικής της διάσπασης απόφασης Υπουργού Ανάπτυξης και της ανακοίνωσης της καταχώρησης της νέας επωφελούμενης εταιρείας στο ΓΕΜΗ. Ακυρότητα επιταγής προς εκτέλεση και κατασχετήριας έκθεσης. Δέχεται ανακοπή.

ΜπρΑλεξ  96/2024 (Περιουσιακές Διαφορές)

Το απαράδεκτο του άρθρου 935 λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, ισχύει δε μόνο όταν πρόκειται για ανακοπή του άρθρου 933, όχι του 632 ΚΠολΔ κι εφόσον έχει ήδη ασκηθεί προηγουμένως μια τέτοια ανακοπή από αυτόν τον ίδιο, που ασκεί (απαράδεκτα) την επόμενη, ανεξάρτητα δε από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η προηγούμενη. Σε περίπτωση παραίτησης, η ανακοπή του 933 θεωρείται μηδέποτε ασκηθείσα και το 935 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται. Άκυρη η καταγγελία νομικού προσώπου μέσω τρίτων εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων, χωρίς επίδειξη πληρεξουσίου εγγράφου, ακόμα κι αν το κύρος της καταγγελίας αμφισβητηθεί το πρώτον με το δικόγραφο των Πρόσθετων Λόγων, διότι η αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής δεν ισοδυναμεί με έγκριση της καταγγελίας. Σε κάθε περίπτωση, εν προκειμένω δεν αρκεί ούτε η μεταγενέστερη έγκριση, προκειμένου να καταστεί αναδρομικά έγκυρη η καταγγελία που έγινε από πρόσωπο που δεν είχε την απαιτούμενη πληρεξουσιότητα, καθώς η καταγγελία που έγινε στο όνομα του νομικού προσώπου από αναρμόδιο ή χωρίς εξουσία πρόσωπο είναι ανυπόστατη και δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 233 και 238 ΑΚ, που αναφέρονται στη με αναδρομική ενέργεια μεταγενέστερη έγκριση από το αρμόδιο όργανο του νομικού προσώπου. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, η εκ των υστέρων έγκριση δεν ισχυροποιεί αναδρομικά την ανυπόστατη καταγγελία, αλλά επέχει θέση νέας αυτοτελούς καταγγελίας, με την προϋπόθεση ότι αυτή θα περιέλθει νομίμως στον λήπτη αυτής. Δεκτή η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι, ακυρότητα διαταγής πληρωμής.

ΜΠρΑθ 1502/2024 (Ασφ. Μέτρα)

Για να εκδοθεί εγκύρως διαταγή πληρωμής, πρέπει να πληρωθεί η αίρεση της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης. Καταγγελία αυτής και απόκρουση της εκ μέρους του ανακόπτοντα, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, αμφισβητώντας ρητά την ακυρότητά της, επειδή δεν του συγκοινοποιήθηκε πληρεξούσιο έγγραφο, από το οποίο να αποδεικνύεται η προσήκουσα νομιμοποίηση των υπογραφόντων αυτή προσώπων. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της απόκρουσης της δήλωσης χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Δεκτή η αίτηση, αναστέλλεται η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς εκτέλεση.

ΜΠρΑθ 1622/2024 (Ασφ. Μέτρα)

Αναγκαία στοιχεία για τον σύννομο περιορισμό του αιτήματος έκδοσης διαταγής πληρωμής όταν η απαίτηση του δανειστή συντίθεται από περισσότερα κεφάλαια ή κονδύλια όπως κεφάλαιο, τόκους και ανατοκισμούς τόκων -.

Θα πρέπει εν προκειμένω να εξειδικεύει σε ποια ακριβώς κονδύλια αφορά ο περιορισμός ή να αναφέρεται σε ποσοστό περιορισμού του όλου αιτήματος με αντίστοιχη ισόποση μείωση όλων των επιμέρους κονδυλίων. Αν ο άνω περιορισμός δεν λάβει χώρα υπό τις άνω περιστάσεις ανακύπτει αοριστία και έλλειψη εκκαθαρισμένου χαρακτήρα της απαίτησης για την οποία εξεδόθη η διαταγή πληρωμής που τυγχάνει για τον λόγο αυτό ακυρωτέα. Μη σύννομος περιορισμός της απαίτησης για την οποία εξεδόθη η προσβαλλόμενη με ανακοπή διαταγή πληρωμής που πιθανολογείται πως θα ακυρωθεί. Ο προκείμενος λόγος της ανακοπής δεν ερείδεται στην ύπαρξη ή μη της δικονομικής ευχέρειας της καθ’ ης, ως δανείστριας, να περιορίσει την απαίτησή της, ούτε στην αξίωση ειδικής αιτιολόγησης της ενάσκησης της εν θέματι ευχέρειάς της, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η ίδια με το δικόγραφο των προτάσεών της, αλλά αντίθετα στον τρόπο με τον οποίο περιορίστηκε το αίτημά της, που οδήγησε σε αοριστία του δικογράφου της αίτησής της και, εντεύθεν κατέστησε ανεκκαθάριστη την εξοπλισθείσα με διαταγή πληρωμής απαίτησή της. Δέχεται την αίτηση, αναστέλλεται η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, της επιταγής και του κατασχετηρίου εις χείρας τρίτων.

ΜπρΑλεξ  16/2024

Για να εκδοθεί εγκύρως διαταγή πληρωμής, πρέπει να πληρωθεί η αίρεση της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης. Καταγγελία αυτής και απόκρουση της εκ μέρους του ανακόπτοντα, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, αμφισβητώντας ρητά την ακυρότητά της, επειδή δεν του συγκοινοποιήθηκε πληρεξούσιο έγγραφο, από το οποίο να αποδεικνύεται η προσήκουσα νομιμοποίηση των υπογραφόντων αυτή προσώπων. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της απόκρουσης της δήλωσης χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Δεκτή η αίτηση, αναστέλλεται η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς εκτέλεση.

ΕιρΑθ 383/2024 (Περιουσιακές Διαφορές)

Αναγκαία στοιχεία για τον σύννομο περιορισμό του αιτήματος έκδοσης διαταγής πληρωμής όταν η απαίτηση του δανειστή συντίθεται από περισσότερα κεφάλαια ή κονδύλια όπως κεφάλαιο, τόκους και ανατοκισμούς τόκων -.

Θα πρέπει εν προκειμένω να εξειδικεύει σε ποια ακριβώς κονδύλια αφορά ο περιορισμός ή να αναφέρεται σε ποσοστό περιορισμού του όλου αιτήματος με αντίστοιχη ισόποση μείωση όλων των επιμέρους κονδυλίων. Αν ο άνω περιορισμός δεν λάβει χώρα υπό τις άνω περιστάσεις ανακύπτει αοριστία και έλλειψη εκκαθαρισμένου χαρακτήρα της απαίτησης. Άκυρη η διαταγή πληρωμής.

ΕιρΑθ 382/2024 (Περιουσιακές Διαφορές)

Αναγκαία στοιχεία για τον σύννομο περιορισμό του αιτήματος έκδοσης διαταγής πληρωμής όταν η απαίτηση του δανειστή συντίθεται από περισσότερα κεφάλαια ή κονδύλια όπως κεφάλαιο, τόκους και ανατοκισμούς τόκων -.

Θα πρέπει εν προκειμένω να εξειδικεύει σε ποια ακριβώς κονδύλια αφορά ο περιορισμός ή να αναφέρεται σε ποσοστό περιορισμού του όλου αιτήματος με αντίστοιχη ισόποση μείωση όλων των επιμέρους κονδυλίων. Αν ο άνω περιορισμός δεν λάβει χώρα υπό τις άνω περιστάσεις ανακύπτει αοριστία και έλλειψη εκκαθαρισμένου χαρακτήρα της απαίτησης. Άκυρη η διαταγή πληρωμής.

ΜπρΑθηνών  44/2024

Τιτλοποίηση απαιτήσεων· κοινοποίηση επιταγής προς εκτέλεση και συγκοινοποίηση νομιμοποιητικών εγγράφων του ειδικού διάδοχου, προκειμένου αυτός να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση κατ’ άρθρο 925 § 1 ΚΠολΔ· παράλειψη συγκοινοποίησης στον ανακόπτοντα των προγενέστερων Συμβάσεων Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων του ν. 3156/2003· μη κοινοποίηση παραρτήματος του τηρούμενου στο Ενεχυροφυλακείο καταλόγου των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων· από τα συγκοινοποιούμενα με την προσβαλλόμενη επιταγή έγγραφα δεν αποδεικνύεται η αλληλουχία των μεταβιβάσεων της απαίτησης και η διαδρομή των μεταβολών στις συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης και κατά λογική συνέχεια, η απόκτηση αυτής από την Τράπεζα της οποίας τις απαιτήσεις διαχειρίζεται η καθ’ ης εταιρεία διαχείρισης· ακύρωση εκτέλεσης.

ΜπρΠειραιά 12/2024

Άκυρη η επιβληθείσα κατάσχεση, διότι ενώ η εντολή προς εκτέλεση δόθηκε από την Εθνική Τράπεζα, η κατάσχεση επιβλήθηκε υπέρ της διαχειρίστριας εταιρείας της ειδικής διαδόχου του αρχικού δικαιούχου, χωρίς στο μεταξύ, κατά παράβαση του 925 ΚΠολΔ, να συγκοινοποιηθούν νομιμοποιητικά έγγραφα. Ανεπανόρθωτη δικονομική βλάβη του ανακόπτοντος, που αδυνατεί αντικειμενικά να γνωρίζει σε ποιον δικαιούχο οφείλει να καταβάλει.

Δέχεται ανακοπή.

Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών 3889/2023

Δεκτή Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής 450.000,00 ελβετικών φράγκων

H συμπεριφορά της καθ ης να προβεί στην έκδοση της διαταγής πληρωμής , υπερβαίνει προδήλως τα όρια της καλής πίστης , των χρηστών συναλλακτικών ηθών και του οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, επιδεικνύοντας καταχρηστική συμπεριφορά που τείνει στην ικανοποίηση του δικαιώματος απεριόριστα, ήτοι χωρίς την τήρηση των ορίων που τίθενται εκ του αρ. 281 ΑΚ.

Δέχεται ανακοπή.

ΜπρΑθ 7120/2023-Ασφ. Μέτρα-Αναστολή Εκτέλεσης Διαταγής Πληρωμής και Επιταγής Προς εκτέλεση

Μετά από επισκόπηση της από 11-4-2023 Σύμβασης Διαχείρισης Απαιτήσεων, πιθανολογήθηκε ότι η σύμβαση αυτή τροποποιεί και συμπληρώνει την από 8-4-2021 Σύμβαση Μακροπρόθεσμης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, σε συνέχεια της οποίας συνήφθη η από 18-6-2021 Περίληψη αυτής, τόσο ως προς την παράγραφο α που αφορά το νόμισμα και το ποσό της αμοιβής διαχείρισης όσο και ως προς την παράγραφο δ που αφορά στην απαρίθμηση των εξουσιών του διαχειριστή απαιτήσεων, όπως αυτές αναλυτικά εκτίθενται στη σύμβαση αυτή. Και επομένως, μετά την κατάρτιση και την νομότυπη καταχώρισή της στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτ. 244/11-4-2023 (T. 16 αυξ. αρ. 17), ισχύει αυτή και όχι η τροποποιηθείσα από 8-4-2021 σύμβαση Μακροπρόθεσμης Διαχείρισης Απαιτήσεων. Περαιτέρω, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής πιθανολογήθηκε ότι η τελευταία εκδόθηκε με βάση τα έγγραφα που επικαλέστηκε και προσκόμισε η αιτούσα την έκδοσή της (νυν καθ’ης), μεταξύ δε αυτών, και με βάση το από 18-6-2021 Ιδιωτικό Συμφωνητικό και την από 18-6-2021 Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, που αποδεικνύει την ενεργητική νομιμοποίηση της αιτούσας εταιρίας προκειμένου για τη διαχείριση της ένδικης απαίτησης της δικαιούχου αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού σε βάρος του καθ’ου. Πλην όμως, όπως παραπάνω εκτέθηκε, η άνω σύμβαση, ήδη σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, είχε αντικατασταθεί από την από 11-4-2023 Σύμβαση και δεν είχε πλέον καμία ισχύ. Κατά συνέπεια, επειδή δεν προσκομίστηκε από την αιτούσα εταιρία, το αργότερο μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η από 11-4-2023 σύμβαση, που αποδείκνυε την ενεργητική της  νομιμοποίηση και, επειδή, παρά την έλλειψη της άνω διαδικαστικής προϋπόθεσης, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, για τους λόγους αυτούς πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός ως βάσιμος ο άνω λόγος ανακοπής και θα απαγγελθεί η ακυρότητα της  διαταγής πληρωμής λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου και, μάλιστα, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξη της νομιμοποίησης της αιτούσας την βραδύτερη (μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής) προσκόμιση των απαιτούμενων αποδεκτικών μέσων.»

ΜπρΠειραιά 2195/2023-Αναστολή Εκτέλεσης Διαταγής Πληρωμής και Επιταγής προς εκτέλεση.

Ειδικότερα, η αρχικώς συμβαλλόμενη με τους αιτούντες τραπεζική εταιρεία μεταβίβασε απαιτήσεις της από δάνεια σύμφωνα με τον Ν. 3156/2003 σε αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, η οποία εν συνεχεία ανέθεσε τη διαχείριση και είσπραξη των ως άνω μεταβιβασθεισών σε εκείνη απαιτήσεων σύμφωνα με τον Ν. 4354/2015 στην καθ’ ης.

Με την εν λόγω ανακοπή, λοιπόν, οι αιτούντες επικαλέστηκαν ότι η καθ’ ης δεν προσκόμισε ενώπιον του εκδόντος την ως άνω διαταγή πληρωμής δικαστηρίου έγγραφα, από τα οποία να αποδεικνύεται ότι μεταξύ των απαιτήσεων, των οποίων ανέλαβε τη διαχείριση, περιλαμβάνεται και η επίδικη, ώστε να προκύπτει η ενεργητική της νομιμοποίηση ως μη δικαιούχου διαδίκου στην υποβολή της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής.

Το δικαστήριο διέγνωσε ότι πράγματι, από την επισκόπηση του προσκομισθέντος αποσπάσματος της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, του εγγράφου, δηλαδή, που η καθ’ ης προσκόμισε για να αποδείξει ότι είναι διαχειρίστρια της επίδικης απαίτησης, δεν προκύπτει ότι η επίδικη απαίτηση συμπεριλαμβάνεται στις απαιτήσεις εκείνες, των οποίων η καθ’ ης ανέλαβε τη διαχείριση. Συγκεκριμένα, από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι μεταξύ της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού και της καθ’ ης καταρτίστηκε σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων και ότι η τελευταία ανέλαβε όλες τις υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων από συμβάσεις στεγαστικών και άλλων δανείων, χωρίς, ωστόσο, να γίνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά στην επίδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου.

Συνεπώς, ενώ αποδεικνύεται ότι η επίδικη απαίτηση πράγματι μεταβιβάστηκε στην εν λόγω αλλοδαπή εταιρία, δεν αποδεικνύεται ότι η καθ’ ης ανέλαβε τη διαχείριση αυτής. Το γεγονός αυτό, κατά την κρίση του δικαστηρίου των ασφαλιστικών μέτρων, έχει ως αποτέλεσμα να ελλείπει η απαιτούμενη για την έκδοση διαταγής πληρωμής διαδικαστική προϋπόθεση απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ ης.

Κατόπιν των ανωτέρω, πιθανολογήθηκε αφενός μεν ότι η ανακοπή θα ευδοκιμήσει, αφετέρου δε ότι οι αιτούντες θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη από τη εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, με κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας επί του βεβαρημένου με προσημείωση υποθήκης ακινήτου τους.

ΜπρΔράμας 219/2023-Αναστολή Εκτέλεσης Διαταγής Πληρωμής και Επιταγής προς εκτέλεση.

Για να εκδοθεί εγκύρως διαταγή πληρωμής, πρέπει να πληρωθεί η αίρεση της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης. Καταγγελία αυτής και απόκρουση της εκ μέρους του ανακόπτοντα, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, αμφισβητώντας ρητά την ακυρότητά της, επειδή δεν του συγκοινοποιήθηκε πληρεξούσιο έγγραφο, από το οποίο να αποδεικνύεται η προσήκουσα νομιμοποίηση των υπογραφόντων αυτή προσώπων. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της απόκρουσης της δήλωσης χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Δεκτή η αίτηση, αναστέλλεται η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς εκτέλεση.

ΠΠρΑθ 3707/2023: Απαλλαγή εγγυητή λόγω υπογραφής συμφωνίας διευκόλυνσης πληρωμής μεταξύ του πρωτοφειλέτη και της τράπεζας και όχι του εγγυητή

Σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό και πρόσθετες πράξεις αύξησης του ορίου της πίστωσης με παροχή εγγύησης· λύση σύμβασης κατόπιν καταγγελίας· σύναψη νέας συμφωνίας διευκόλυνσης πληρωμής μεταξύ του πρωτοφειλέτη και της τράπεζας και όχι των εγγυητών· απαλλαγή των εγγυητών κατ’ αρ. 439 και 864 ΑΚ, καθώς η οφειλή που ρυθμίστηκε αποτελεί νέα ειδική συμφωνία για ρύθμιση και εξόφληση σε δόσεις του οφειλόμενου μέχρι τότε καταλοίπου εκ του αλληλόχρεου λογαριασμού, υπό τη μορφή νέας δανειακής σύμβασης, οι δε εγγυητές δεν εγγυήθηκαν εγγράφως την αποπληρωμή της νέας σύμβασης δανείου, ούτε συναίνεσαν στη διατήρηση της εγγύησης τους υπέρ της νέας οφειλής· ·απόρριψη ένστασης έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης Τράπεζας, διότι από την προσκομιζόμενη σύμβαση εκχώρησης και  το συνοδεύον αυτή παράρτημα, εξαχθέν εκ του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, ουδόλως προκύπτει ότι η ένδικη απαίτηση μεταβιβάστηκε.

179/2023- Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης-Ανακοπή κατά της Εκτέλεσης

Για να εκδοθεί εγκύρως διαταγή πληρωμής, πρέπει να πληρωθεί η αίρεση της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης. Η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει o δικαιούχος στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων, την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων με τους τυχόν οφειλομένους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή και ότι σ’ αυτή πρέπει να επισυνάπτονται όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, καθώς και το πρόσωπο του δικαιούχου και του οφειλέτη. Αν δεν προσκομισθούν στον αρμόδιο δικαστή το αργότερο πριν την έκδοση της διαταγής πληρωμής τα ανωτέρω έγγραφα, ο τελευταίος οφείλει να απορρίψει τη σχετική αίτηση ως απαράδεκτη. Εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του καθ’ ου η διαταγή. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της ουσιαστικής απαίτησης με τη βραδύτερη (μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής) προσαγωγή των ως άνω αποδεικτικών εγγράφων, καθώς αντικείμενο της δίκης και κατά συνέπεια της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου, που δικάζει την ανακοπή, δεν καθίσταται και το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής.

Στην προκειμένη περίπτωση, η εταιρεία διαχείρισης, προσκόμισε σε απλή φωτοτυπία καιόχι νομίμως επικυρωμένη την εξώδικη καταγγελία της σύμβασης, με αποτέλεσμα να συντρέχει διαδικαστικό απαράδεκτο, που επιφέρει ακυρότητα τόσο του εκτελεστού τίτλου, όσο και της επιταγής προς εκτέλεση και της κατασχετήριας έκθεσης.

2979/2023- Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Για να εκδοθεί εγκύρως διαταγή πληρωμής, πρέπει να πληρωθεί η αίρεση της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης. Καταγγελία αυτής και απόκρουση της εκ μέρους του ανακόπτοντα, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, αμφισβητώντας ρητά την ακυρότητά της, επειδή δεν του συγκοινοποιήθηκε πληρεξούσιο έγγραφο, από το οποίο να αποδεικνύεται η προσήκουσα νομιμοποίηση των υπογραφόντων αυτή προσώπων. Επανάληψη της καταγγελίας από την εταιρεία διαχείρισης, συγκοινοποιώντας με αυτήν και πληρεξούσιο έγγραφο, από το οποίο προέκυπτε ότι κατά το χρόνο της προηγούμενης καταγγελίας, τα υπογράφοντα αυτή πρόσωπα, πράγματι δεν ήταν εφοδιασμένα με πληρεξουσιότητα. Επιστήριξη της έκδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, στην προηγούμενη ανυπόστατη και άκυρη καταγγελία και όχι στη νυν ισχύουσα. Δεκτή η ανακοπή, ακυρώνεται η διαταγή πληρωμής.

2802/2023 ΜπρΠειρ-Ανακοπή κατά της εκτέλεσης.

Α. Διά της τροποποίησης των αρ. 954 και 993 ΚΠολΔ με το ν. 4842/2021, κατέστη σαφές ότι ο Αύγουστος δεν προσμετράται στους πέντε ή έξι και στους επτά ή οκτώ μήνες όταν οι σχετικές προθεσμίες λήγουν κατά το μήνα αυτόν, επιλύθηκε δε το ζήτημα που είχε ανακύψει νομολογιακά ως προς το εάν ο Αύγουστος θα έπρεπε να προσμετρηθεί ή όχι στις συγκεκριμένες προθεσμίες.

Άκυρη η κατασχετήρια έκθεση, διότι ενώ επιβλήθηκε στις 19.01.2023, ο πλειστηριασμός προσδιορίστηκε για την 13.09.2023, ωστόσο, για τον υπολογισμό του επταμήνου η καθ’ ης λανθασμένα συνυπολόγισε και το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 954 παρ. 2 στ. ε’ και 993 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν κατόπιν των τροποποιήσεων που επέφερε ο ως άνω νόμος 4842/2021 σε συνδ. με το αρ. 145 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η εν λόγω προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες.

Β. Το διαπλαστικό δικαίωμα, της ακυρώσεως του εκτελεστού τίτλου, έστω με οριστική απόφαση, ισχύει έναντι όλων, ενώ με την ακύρωσή του επέρχεται και η ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας. Διά της τροποποιήσεως του αρ. 938 παρ. 2, μετά την 01.01.2022, εξ αντιδιαστολής αναδεικνύεται ότι ο νομοθέτης υπολαμβάνει ως αυτονόητη  ότι η απόφαση που δέχεται πρωτοδίκως την ανακοπή, συνεπάγεται την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας, χωρίς να απαιτείται η τελεσιδικία της.

Δεκτή η ανακοπή και ο πρώτος πρόσθετος λόγος, με αποτέλεσμα την ακυρότητα της κατασχετήριας έκθεσης και της επιταγής προς εκτέλεση.

4889/2023 ΜπρΑθ (Ασφ. Μέτρα)

Αναστολή εκτελεστότητας διαταγής πληρωμής και επιταγής προς εκτέλεση, επισπευδόμενη από εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Τιτλοποίηση κατά τις διατάξεις του ν. 3156/2003. Περιεχόμενο συμβάσεων ανάθεσης της διαχείρισης των απαιτήσεων. Συστατικός τύπος των συμβάσεων. Το άρθρο 159 ΑΚ ορίζει ότι «Δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη. Εξαιρετική νομιμοποίηση των εταιρειών ως μη δικαιούχων διαδίκων κατά τις διατάξεις του ν. 4354/2015. Επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή των διατάξεων του α. 2, ν. 4354/2015. Δεν προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα για την έκδοση του τίτλου, η νομιμοποίηση της ΑΕΔΑΔΠ να αιτηθεί την έκδοσή του και να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση. Από την εν λόγω περίληψη του δημοσιευθέντος ουσιώδους περιεχομένου της σύμβασης διαχείρισης ευθέως αποδεικνύεται ότι δεν αναφέρονται στη σύμβαση διαχείρισης οι προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, ως εκ τούτου κι επειδή παραλείπονται, μη πληρουμένου του εγγράφου συστατικού τύπου, η σύμβαση διαχείρισης τυγχάνει άκυρη. Οι προϋποθέσεις των διατάξεων περί εξαιρετικής νομιμοποίησης πρέπει να πληρούνται εν συνόλω, ανεξαρτήτως του νόμου δυνάμει του οποίου επέρχεται η τιτλοποίηση και ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων. Η αιτούσα την έκδοση της ΔΠ και επισπεύδουσα στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης λόγω απόλυτης ακυρότητας της σύμβασης διαχείρισης. Δέχεται την αίτηση, αναστέλλει την εκτέλεση τόσο της ΔΠ, όσο και της επιταγής προς εκτέλεση.

Μον.Πρωτ.Αθηνών 1175/2023: Ανακοπή κατά διαταγή πληρωμής και επιταγής προς εκτέλεση. Περίπτωση κατά την οποία η μεταβίβαση της απαίτησης έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα, μεταξύ της αιτήσης και πριν την έκδοση του εκτελεστού τίτλου.

Συντελεσθείσα ειδική διαδοχή, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της αιτήσεως και πριν την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης τόσο του αιτούντος την έκδοση της διαταγής πληρωμής, εφόσον κρίσιμος χρόνος θεμελιώσεως της ενεργητικής νομιμοποίησης του αιτούντος, είναι ο χρόνος της έκδοσης του εκτελεστού τίτλου,  όσο και του επισπεύδοντος την εκτέλεση ειδικού διαδόχου, καθόσον ο τελευταίος, δεδομένου ότι η αίτηση για την έκδοση της ΔΠ δε δημιουργεί εκκρεμοδικία, δεν καταλαμβάνεται από τα υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας κατ’ αρ. 919 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ο ειδικός διάδοχος θα νομιμοποιείτο ενεργητικά στη συνέχιση ή στην έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, μόνο εφόσον η ειδική διαδοχή είχε ακολουθήσει τη σύνταξη ή την έκδοση του τίτλου. Δεκτή η ανακοπή, ακυρώνεται η διαταγή πληρωμής, επειδή η εκδόθηκε στο όνομα μη δικαιούχου, αλλά  και η επιταγή προς πληρωμή, διότι ο ειδικός διάδοχος δεν καταλαμβάνεται από τα υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας κατ’ αρ. 919 ΚΠολΔ αρ. 2, δεδομένου ότι η υποβολή της αίτησης για έκδοση ΔΠ, δε δημιουργεί εκκρεμοδικία, ως εκ τούτου η διαταγή πληρωμής δεν δύναται να εξομοιωθεί με δικαστική απόφαση. Κατά λογική ακολουθία, ο ειδικός διάδοχος αυτή, καταλαμβάνεται από την εκτελεστότητά της, μόνο εάν αποκτήσει μετά τη σύνταξη ή την έκδοσή της.

ΜΠρΑθ 3194/2023: Αναστολή εκτέλεσης λόγω παράβασης του άρθρου 925 ΚΠολΔ περί υποχρέωσης κοινοποίησης των εγγράφων διαδοχής του επισπεύδοντος την εκτέλεση

Αναγκαστική εκτέλεση· διαδοχή· υποχρέωση κοινοποίησης στον οφειλέτη ή στον καθ’ ου και των εγγράφων που αποδεικνύουν τη διαδοχή του επισπεύδοντος· ακυρότητα εκτέλεσης όταν από τα συγκοινοποιηθέντα με την επιταγή προς πληρωμή έγγραφα και δη από τα συνημμένα σε αμφότερες τις συμβάσεις πωλήσεις, αποσπάσματα εξαχθέντα εκ του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, δεν ταυτοποιούνται, κατά παράβαση του αρ. 925 ΚΠολΔ, τα στοιχεία της εκχωρούμενης απαίτησης, εφόσον σε αυτά αναγράφεται μόνο το όνομα της πιστούχου πρωτοφειλέτριας εταιρείας, ενώ δεν αναγράφεται, ούτε το ποσό της οφειλής, ούτε το μεταβιβασθέν ποσό, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται ότι μεταξύ των εκχωρηθεισών απαιτήσεων, συμπεριλαμβάνεται και η επίδικη· η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν θεραπεύεται με τη μεταγενέστερη προσκόμιση αυτών στη δίκη της ανακοπής· αναστολή εκτέλεσης επιταγής προς πληρωμή και κατασχετηρίου εις χείρας τρίτου.

Μον.Πρωτ.Θεσ/κης 5500/2023:

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 96 παρ. 2, 104, 14 παρ. 1 , 544 παρ.4 του ΚΠολΔ και 211, 219 και 238 του ΑΚ προκύπτει ότι ο διάδικος, για λογαριασμό του οποίου παραστάθηκε ως δικηγόρος πρόσωπο στερούμενο της τυπικής δικαστικής πληρεξουσιότητας, δικαιούται να εγκρίνει μεταγενεστέρως τις πράξεις τούτου, η έγκριση δε αυτή μπορεί να γίνει και σιωπηρώς. κατά τον χρόνο κατάθεσης της  αίτησης προς έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής κανένα  έγγραφο δεν προσκομίσθηκε εκ μέρους της αιτούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, με το οποίο να δίδεται η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με τους τύπους του άρθρου 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, από αυτήν προς τον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο, γεγονός που καθιστά άκυρη την  προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Εξάλλου, η δεύτερη καθ’ ης δεν προσκόμισε ούτε επικαλέστηκε πληρεξούσιο προς τον ως άνω δικηγόρο από την αιτούσα την έκδοση της διαταγής πληρωμής ανώνυμη τραπεζική  εταιρία, με το οποίο να χορηγείται στον εν λόγω δικηγόρο πληρεξουσιότητα προς κατάθεση της προσβαλλόμενης διαταγής  πληρωμής ή έστω να χορηγείται εκ των υστέρων έγκριση των εξώδικων  και δικαστικών ενεργειών του σχετικά με την έκδοση της  προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, έτσι ώστε να ιαθεί εκ των υστέρων  η ακυρότητα που εμφιλοχώρησε κατά την έκδοση του εκτελεστού τίτλου. Επιπλέον, τέτοια έγκριση εκ μέρους της αιτούσας εταιρίας δεν προκύπτει από τυχόν νομότυπη πληρεξουσιότητα σε δικηγόρο που παρίσταται. Εξάλλου, η δεύτερη  καθ’ ης, ενεργούσα ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ειδικής  διαδόχου της πρώτης καθ’ ης, δεν δύναται να εγκρίνει διαδικαστικές πράξεις της τελευταίας παρέχοντας νομοτύπως πληρεξουσιότητα στον  παριστάμενο για λογαριασμό της πληρεξούσιο δικηγόρο, προκειμένου να  την εκπροσωπήσει στην παρούσα δίκη, αφού πρόκειται για διαφορετικά  νομικά πρόσωπα. Δεκτή η ανακοπή, ακυρώνεται η διαταγή πληρωμής.

ΕιρΑλεξανδρούπολης 105/2023 (Εκουσία Δικαιοδοσία-Ερμηνεία Απόφασης)

Σημαντική απόφαση από το ΕιρΑλεξανδρούπολης (105/2023), επί αιτήσεως ερμηνείας, δέχεται και διασαφηνίζει ότι το επιτόκιο υπολογίζεται επί της εκάστοτε μηνιαίας δόσης και όχι επί του συνολικού κεφαλαίου.

Με την υπ’ αριθμ. 105/2023 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αλεξανδρούπολης, επί αιτήσεως ερμηνείας δανειολήπτη, αποσαφηνίστηκε ότι ο υπολογισμός του επιτοκίου στη μηνιαία δόση και όχι στο συνολικό κεφάλαιο, είναι συμβατή με το νόμο περί υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, διότι σε αντίθετη περίπτωση, θα οδηγούμασταν στην παραδοξότητα, ο δανειολήπτης προσφεύγοντας στη δικαιοσύνη, να γίνεται εν τέλει όμηρος ενός σπιράλ υπερχρέωσης, από το οποίο επιθυμεί να απεγκλωβιστεί προκειμένου να ανακτήσει την οικονομική ελευθερία και αξιοπρέπειά του. Ειδικότερα σύμφωνα με τις σημαντικότερες παραδοχές της απόφασης:

«Σύμφωνα εξάλλου με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3869/2010 “Η εισοδηματική στενότητα, τα υψηλά επιτόκια στο χώρο ιδίως της καταναλωτικής πίστης, οι επιθετικές πρακτικές προώθησης των πιστώσεων, ατυχείς προγραμματισμοί, απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή των δανειοληπτών (απώλεια εργασίας κ.α.), αποτέλεσαν παράγοντες που, δρώντας υπό την απουσία θεσμών συμβουλευτικής υποστήριξης των καταναλωτών σε θέματα υπερχρέωσης,  συνέβαλαν ανενόχλητα στην αυξανόμενη υπερχρέωση νοικοκυριών που, αδυνατώντας εν συνεχεία να αποπληρώσουν τα χρέη τους, υπέστησαν και υφίστανται, τις αλυσιδωτά επερχόμενες καταστροφικές συνέπειες της. Σημαντικό μέρος των πολιτών έχει οδηγηθεί σήμερα στην περιθωριοποίηση, καθώς, μη διαθέτοντας σοβαρή αγοραστική δύναμη και δυνατότητα απεγκλωβισμού από την υπερχρέωση, δεν είναι σε θέση να σχεδιάσει τη συμμετοχή του στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Η υπερχρέωση αναδεικνύεται πλέον ως ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα και στη χώρα μας και ως σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου έχουμε καθήκον να αντιμετωπίσουμε. Κανείς δεν μπορεί πια να αγνοεί την αδήριτη ανάγκη να δοθεί η πραγματική δυνατότητα στους υπερχρεωμένους καταναλωτές και επαγγελματίες να πραγματοποιήσουν πλέον ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα στη ζωή τους… Η δυνατότητα της ρύθμισης, για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά βρίσκει τη νομιμοποίηση της ευθέως στο ίδιο κοινωνικό κράτος δικαίου, που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μία τέτοια αλλαγή χρεών δεν παύει όμως να εξυπηρετεί και το ευρύτερο γενικό συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα… στόχος των εν λόγω διατάξεων είναι η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει. Η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών αποβλέπει εν προκειμένω στη δυνατότητα μιας δεύτερης ευκαιρίας στο υπερχρεωμένο φυσικό πρόσωπο για ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα, χωρίς τα ανυπέρβλητα βάρη του παρελθόντος, με τη δυνατότητα απαλλαγής από υπερχρεώσεις που έχει αναλάβει, εφόσον για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα εξαντλήσει τις δυνατότητες ικανοποίησης των πιστωτών του. Η (μερική έστω) ικανοποίηση των πιστωτών από το εισόδημα του οφειλέτη για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο προβάλλει ως δοκιμασία και επίδοση του οφειλέτη προκειμένου να επιτύχει με το πέρας αυτής το ευεργετικό αποτέλεσμα της απαλλαγής των χρεών. Το νομοσχέδιο δίνει μία ρεαλιστική προοπτική απεγκλωβισμού από τα χρέη σε όλους τους υπερχρεωμένους πολίτες. Διασφαλίζει στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά που θα θελήσουν να αξιοποιήσουν τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής διαβίωσης. Με μία πρωτοποριακή ρύθμιση λαμβάνει ιδιαίτερη μέριμνα για τη διατήρηση και προστασία της κύριας κατοικίας των οφειλετών, αφού επιτρέπει σε αυτούς να την εξαιρέσουν από την ρευστοποίηση της περιουσίας τους. τούτο δε υπό όρους και διαδικασίες που δεν θίγουν τα συμφέροντα των πιστωτών”.

Εδώ θα πρέπει  να παρατηρηθούν τα εξής: Αναμφισβήτητα, βασικός στόχος του Ν. 3869/2010 ήταν η διάσωση της κύριας κατοικίας του υπερχρεωμένου δανειολήπτη, όπου αυτή υφίσταται. Επιπλέον, η επιλογή της εκούσιας δικαιοδοσίας, με το ευρύ ρυθμιστικό της πεδίο και τις πέραν του συζητητικού συστήματος εξουσίες που παρέχει στον δικάζοντα, σαφώς υποδηλώνει ότι απομακρυνόμαστε έστω ως ένα βαθμό από την τραπεζική ορολογία με τη στενή έννοια. Αλλά και ο ίδιος ο νόμος αναφέρει ότι οι μη εμπραγμάτως εξασφαλισμένες οφειλές σταματούν να εκτοκίζονται, πράγμα που δεν συνάδει με τα τραπεζικώς ισχύοντα. Θα πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο Νομοθέτης, ορίζοντας το ανωτέρω αναφερόμενο επιτόκιο ουσιαστικά είχε υπόψη του την μεταβαλλόμενη σε βάθος χρόνου αξία του χρήματος, ήτοι την αξία που θα είχε η ορισθείσα μηνιαία δόση στο πέρασμα των ετών, κατά τα οποία διαρκεί η υποχρέωση καταβολής του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, ήτοι μετά από 20 έως 35 χρόνια, ανάλογα με την περίπτωση. Ως εκ τούτου, και λαμβανομένου υπόψη του γενικότερου σκοπού του Ν. 3869/2010, όπως αυτός αποτυπώνεται από την αιτιολογική του έκθεση, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, ο οποίος είναι πρωτίστως η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το επιτόκιο θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο, διότι μόνο έτσι εξυπηρετείται ο παραπάνω σκοπός του Νόμου. Εξάλλου, καθώς ο Νομοθέτης ρητώς πλέον ορίζει ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του, η οριζόμενη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 αποτελεί την οροφή και όχι τη βάση υπολογισμού. Αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα τον εκ νέου εγκλωβισμό του υπερχρεωμένου δανειολήπτη σε μία κατάσταση από όπου δεν θα μπορούσε να απεγκλωβιστεί, με την καταβολή υπέρμετρων δόσεων πέραν των οικονομικών του δυνατοτήτων και καταστρατηγώντας το σκοπό και το πνεύμα του Νόμου».

Μον. Πρωτ. Αθ. 2084/2023 (Ασφαλιστικά Μέτρα):

Όροι εκδόσεως διαταγής πληρωμής όπως η απόδειξη της επίδικης απαίτησης βάσει ιδιωτικού ή δημοσίου εγγράφου. Στην σχετική αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση και το ύψος αυτής καθώς και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Αποσπάσματα εμπορικών βιβλίων τράπεζας. Παράγουν πλήρη απόδειξη για τα κονδύλια εκατέρωθεν χρεοπιστώσεων και για το ύψος της οφειλής της τράπεζας έναντι του δανειολήπτη μόνο επί ύπαρξης σχετικής συμφωνίας μεταξύ των μερών που αποτέλεσε ρήτρα ή γενικό όρο συναλλαγών της δανειακής σύμβασης άλλως  στερούνται αποδεικτικής ισχύος. Η  καθής επισύναψε στην σχετική αίτηση της προς έκδοση της προσβαλλομένης, αποσπάσματα από τα εμπορικά της βιβλία άνευ ρητής συμφωνίας μεταξύ των μερών πως δι αυτών θα αποδεικνυόταν το ανεξόφλητο υπόλοιπο της σύμβασης πίστωσης με αποτέλεσμα να μην συντρέχει έγγραφη απόδειξη της επίδικης απαίτησης. Σημειωτέον ότι κατά τη δικάσιμο η καθ’ ης, απαραδέκτως, προσκόμισε για πρώτη φορά Πρόσθετη Πράξη, η οποία περιείχε μεν δικονομική συμφωνία, πλην όμως ούτε επικαλέστηκε, ούτε προσκόμισε την Πρόσθετη αυτή πράξη στην αίτηση προς έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής.

Δέχεται την αίτηση, αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς εκτέλεση.

Μον. Πρωτ. Αθ. 2037/2023 (Ασφαλιστικά Μέτρα):

Η  υπ’ αριθμ. 8725/2022 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πιθανολογείται βάσιμα ότι θα ακυρωθεί, διότι δεν υπάρχει απαίτηση ληξιπρόθεσμη κι απαιτητή, εφόσον δεν πληρώθηκε  η αίρεση της καταγγελίας της υπ’ αριθμ. 10-204100002888876 Σύμβασης Στεγαστικού Δανείου, εφόσον:

Η από 04.11.2021 Εξώδικη Καταγγελία της Συμβάσεως Στεγαστικού Δανείου, η οποία επιδόθηκε στον ανακόπτοντα την 24η.11.2021 καθίσταται άκυρη, διότι δεν υπογράφεται από το αρμόδιο όργανο της αποκτώσας εταιρείας και νομιμοποιούμενης σε καταγγελία, αλλά τουναντίον υπογράφεται από άγνωστα σε εκείνον πρόσωπα, χωρίς επίδειξη σχετικού πληρεξουσίου εγγράφου και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να στηρίξει την έκδοση της υπ’ αριθμ. 8725/2022 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εφόσον η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής δεν ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή (226, 232, 233 ΑΚ, 623, 624 παρ.1 και 626 ΚΠολΔ). Ακολούθως, ο ανακόπτων, απέκρουσε χωρίς υπαίτια βραδύτητα την ως άνω καταγγελία όπως πλήρως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. ……./30.11.2021 έκθεση επίδοσης εξώδικης δήλωσης και διαμαρτυρίας στην καθ’ ης, της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά……., ήτοι εντός 6 ημερολογιακών ημερών, δια της οποίας δηλώσεως ρητά εξέφραζε  ότι η καταγγελία τυγχάνει άκυρη, επειδή κατά την επίδοσή της σε εκείνον δεν του επιδείχθηκε πληρεξούσιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η νομιμοποίηση σε καταγγελία του προσώπου που υπέγραψε αυτήν, με αποτέλεσμα και επειδή αντέδρασε χωρίς υπαίτια βραδύτητα η καταγγελία να τυγχάνει άκυρη, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι το υπογράφον αυτήν πρόσωπο είχε αρμοδιότητα και ειδική εντολή προς τούτο. Σημειωτέον δε ότι η ακυρότητα της από 04.11.2022 καταγγελίας, επιρρωνύεται από την ίδια την ενέργεια της καθ’ ης να προβεί σε νέα καταγγελία της σύμβασης με την από 25.05.2022 Εξώδικη Δήλωση, με την οποία, μάλιστα, συγκοινοποιεί πληρεξούσιο έγγραφο. Χρήζει δε επισημάνσεως, η έλλειψη της πληρεξουσιότητας των υπογραφόντων την από 04.11.2021 Εξώδικη Καταγγελία κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύνταξης και επίδοσης αυτής, προσώπων, καθώς η πληρεξουσιότητα τους παρασχέθηκε το πρώτον με το υπ’ αριθμ. 28.759/06.05.2022 πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου Πειραιά…..

Εν κατακλείδι, η προσκομισθείσα από 04.11.2021 Εξώδικη Καταγγελία έχει αντικατασταθεί από τη μεταγενέστερη, από 25.05.2022, ισχύουσα και έγκυρη, καταγγελία, επομένως, δε συνιστά, ούτε δύναται να παράξει τα έννομα αποτελέσματα της καταγγελίας της Σύμβασης Στεγαστικού Δανείου. Επιπροσθέτως, από τα όσα συνομολογεί η καθ’ ης στην αίτησή της, αλλά και από απλή επισκόπηση των προσκομισθέντων εγγράφων για τις ανάγκες της έκδοσης του εκτελεστού τίτλου, ουδόλως προκύπτει η προσκόμιση της μεταγενέστερης, έγκυρης και ισχύουσας, καταγγελίας της επίδικης σύμβασης με ημερομηνία 25.05.2022 μετά της οποίας συγκοινοποιήθηκε πληρεξούσιο έγγραφο και στην οποία θα μπορούσε να στηρίξει την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής.

Μετά ταύτα και για τους ιστορούμενους λόγους,  η υπ’ αριθμ. 8725/2022 Διαταγή Πληρωμής, πρέπει να ακυρωθεί, αφενός επειδή η προσκομισθείσα από 04.11.2021 καταγγελία, τυγχάνει ούτως ή άλλως, αυτοτελώς και άνευ ετέρου άκυρη, επειδή απέκρουσα αυτή, ένεκα της μη επίδειξης πληρεξουσίου εγγράφου, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, αφετέρου λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου του εκτελεστού τίτλου, εφόσον δεν πληρώθηκε η αίρεση της καταγγελίας του δανείου, ένεκα της μη προσκομίσεως προς έκδοση της ανακοπτόμενης, της έγκυρης και ισχύουσας από 25.05.2022 καταγγελίας, με αποτέλεσμα η απαίτηση της καθ’ ης να μην τυγχάνει ληξιπρόθεσμη κι απαιτητή.

Δέχεται την αίτηση, αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής.

 

Μον. Πρωτ. Αθ. 1630/2023 (Ασφαλιστικά Μέτρα):

Διαδικαστικό Απαράδεκτο Διαταγής Πληρωμής-Η απλή επιστολή ενημέρωσης περί προγενέστερης καταγγελίας και οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού, ουδόλως δύναται να εξομοιωθεί με καταγγελία.

Στην προκειμένη περίπτωση η καθ’ ης η ανακοπή, γνωστοποίησε στους ανακόπτοντες με απλή επιστολή ενημέρωσης, φέρουσα ημεροχρονολογία μεταγενέστερη από τη συντέλεση της καταγγελίας, την ενέργειά της να καταγγείλει την ένδικη σύμβαση.

Συνεπώς η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πιθανολογείται ότι θα ακυρωθεί, διότι δεν υπάρχει απαίτηση ληξιπρόθεσμη κι απαιτητή, εφόσον δεν πληρώθηκε  η αίρεση της καταγγελίας της Σύμβασης Καταναλωτικού Δανείου, διότι οι επιδοθείσες επιστολές, στις 19.10.2020, δε συνιστούν, ούτε παράγουν τα έννομα αποτελέσματα της καταγγελίας και αφορούν στην ενημέρωση για το κλείσιμο του λογαριασμού εξυπηρέτησης της υπ’ αριθμ. 10208200000002949 Σύμβασης Καταναλωτικού Δανείου, ενώ από τις ως άνω επιστολές, που φέρουν ημεροχρονολογία 19.10.2020, ουδόλως αποδεικνύεται ο ισχυρισμός της καθ’ ης περί καταγγελίας την 24.09.2020, καθόσον ουδέποτε επιδόθηκε καταγγελία με ημερομηνία 24.09.2020, πολλώ δε μάλλον δεν προσκομίστηκε έγγραφο καταγγελίας που να φέρει ημερομηνία 24.09.2020, το οποίο να δύναται να στηρίξει την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής.

Δέχεται την αίτηση, αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής.

ΜπρΑλεξανδρούπολης 44/2023

ΔΑΝΕΙΑ ΠΑΛΛΙΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ-ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ-Συμβατική Δυνατότητα των Πιστωτών, να αιτηθούν την καταβολή των ληξιπρόθεσμων χρεώλυτρων, χωρίς να καταγγείλουν τη σύμβαση-Στην περίπτωση αυτή, η αξίωση των περιοδικών χρεωλυτικών δόσεων, διατηρεί την αυθυπαρξία της, υποκείμενη ωστόσο στην πενταετή παραγραφή κατ’ αρ. 250 παρ. 15 ΑΚ-με χρόνο έναρξης αυτής, το τέλος του έτους, εντός του οποίου κατέστη ληξιπρόθεσμη κι απαιτητή εκάστη χρεωλυτική δόση- με δεδομένο ότι για την επιμήκυνση της παραγραφής σε 20ετη, απαιτείται προηγουμένως η καταγγελία της σύμβασης.

Μερικά δεκτή η ανακοπή-Ακυρώνεται εν μέρει η επιταγή προς πληρωμή, λόγω παραγραφής χρεωλυτικών δόσεων, συνολικού ποσού 17.658,94 ευρώ, επί συνολικού ποσού 22.333,79 ευρώ-Περιορισμός του κεφαλαίου της οφειλής,  εκ της ένδικης επιταγής προς εκτέλεση, στο ποσό των 4.674,85 ευρώ.

ΕιρΑλεξανδρούπολης 35/2023

ΔΑΝΕΙΑ ΠΑΛΛΙΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ-ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ-Συμβατική Δυνατότητα των Πιστωτών, να αιτηθούν την καταβολή των ληξιπρόθεσμων χρεώλυτρων, χωρίς να καταγγείλουν τη σύμβαση-Στην περίπτωση αυτή, η αξίωση των περιοδικών χρεωλυτικών δόσεων, διατηρεί την αυθυπαρξία της, υποκείμενη ωστόσο στην πενταετή παραγραφή κατ’ αρ. 250 παρ. 15 ΑΚ-με χρόνο έναρξης αυτής, το τέλος του έτους, εντός του οποίου κατέστη ληξιπρόθεσμη κι απαιτητή εκάστη χρεωλυτική δόση- με δεδομένο ότι για την επιμήκυνση της παραγραφής σε 20ετη, απαιτείται προηγουμένως η καταγγελία της σύμβασης.

Μερικά δεκτή η ανακοπή-Ακυρώνεται εν μέρει η επιταγή προς πληρωμή, λόγω παραγραφής χρεωλυτικών δόσεων, συνολικού ποσού 12.056,51 ευρώ, επί συνολικού ποσού 15.638,61 ευρώ-Περιορισμός του κεφαλαίου της οφειλής,  εκ της ένδικης επιταγής προς εκτέλεση, στο ποσό των 3.582,10 ευρώ.

ΜπρΠειραιά 491/2023 Τακτική Διαδικασία (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών)

Εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές. Από τις διατάξεις των άρθρων 211, 212 και 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Σύμβαση ναύλωσης «γυμνού πλοίου»· ο κύριος του πλοίου-εκναυλωτής θέτει, έναντι ανταλλάγματος, στη διάθεση του ναυλωτή, για ορισμένο χρόνο, πλοίο κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό, τους δε τελευταίους προσλαμβάνει ο χρονοναυλωτής, στις εντολές του οποίου αυτοί υπακούουν, αναφορικά με τη ναυτική και εμπορική διεύθυνση του πλοίου. Με το άρθρο 105 § 1 ΚΙΝΔ προβλέπεται η από κοινού υποβολή δήλωσης κυρίου και εφοπλιστή πλοίου στη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως. Από τη στιγμή που δεν έλαβε χώρα η παραπάνω δήλωση εφοπλισμού επέρχεται η συνέπεια του άρθρου 105 § 3 ΚΙΝΔ· Η εναγομένη κυρία του πλοίου τεκμαίρεται μαχητώς ότι εκμεταλλεύεται το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό της· το μαχητό αυτό τεκμήριο αφορά στις σχέσεις αυτού που εκμεταλλεύεται το πλοίο με τους τρίτους και όχι στις σχέσεις ανάμεσα στον κύριο του πλοίου και σε αυτόν που το εκμεταλλεύεται. Οι τελευταίες αυτές σχέσεις διέπονται από τη μεταξύ τους συμφωνία. Μη ανατροπή του τεκμηρίου του άρθρου 105 § 3 ΚΙΝΔ από την εναγομένη και κατά λογική ακολουθία ευθύνη της τελευταίας ως πλοιοκτήτριας για την καταβολή του οφειλόμενου ποσού από τις ένδικες συμβάσεις πώλησης.

Tριμελές Εφετείο Πειραιά  14/2023

Εικονική δικαιοπραξία· προϋποθέσεις κύρους καλυπτόμενης δικαιοπραξίας· εικονική πώληση ακινήτου που υποκρύπτει δωρεά υπό τρόπο. Ανάκληση δωρεάς λόγω αχαριστίας· προϋποθέσεις· έννοια αχαριστίας· συνέπειες ανάκλησης δωρεάς· αν το δωρηθέν πράγμα είναι ακίνητο και μεταβιβάστηκε στο δωρεοδόχο κατά κυριότητα, η αναμεταβίβαση της κυριότητας μετά τη νόμιμη ανάκληση της δωρεάς γίνεται, εφόσον αρνείται ο δωρεοδόχος, με καταδίκη αυτού σε δήλωση βουλήσεως.

Ενόψει αυτών η αγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί: α) ότι είναι άκυρη ως εικονική η συναφθείσα δυνάμει του υπ’ αριθμόν …/5.4.2012 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών … … δικαιοπραξία μεταβίβασης λόγω πώλησης από τον ενάγοντα προς την εναγόμενη ποσοστού 4/5 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του εκεί περιγραφόμενου ακινήτου, καθώς και ότι είναι έγκυρη η υποκρυπτόμενη αυτής σύμβαση μεταβίβασης του ως άνω ποσοστού εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας της εκεί περιγραφόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας, λόγω δωρεάς εν ζωή υπό τον τρόπο της ισόβιας περιποιήσεως, φροντίδας και περιθάλψεως του ενάγοντος από την εναγόμενη, β) ότι οι αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσας δωρεές έχουν ανακληθεί, καθώς και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αναμεταβιβάσει την ψιλή κυριότητα του ως άνω περιγραφόμενου ακινήτου στον ενάγοντα, καθώς μετά την προαναφερθείσα ανάκληση έχει λήξει η νόμιμη αιτία των επίδικων μεταβιβάσεων λόγω δωρεάς, σε περίπτωση δε άρνησης της, να καταδικαστεί σε δήλωση βούλησης προς τούτο κατ’ άρθρο 949 ΚΠολΔ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε δεκτή την αγώγη κρίνοντας ομοίως, ορθά εφάρμοσε το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε η έφεση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά 170/2023 (Ασφ. Μέτρα)

Αίτηση Ασφαλιστικών Μέτρων ρύθμισης κατάστασης με αίτημα τη μη διακοπή της ηλεκτροδότησης εξαιτίας συσσωρευμένης οφειλής από τη ρήτρα αναπροσαρμογής σε σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Προϋποθέσεις και κριτήρια διαφάνειας της ρήτρας και της μεθοδολογίας αναπροσαρμογής της χρέωσης προμήθειας. Ο συγκεκριμένος όρος περί αναπροσαρμογής του τιμήματος, δεν πληροί τις απαιτήσεις διαφάνειας του άρθρου 2 παρ. 7 ια’ του Ν. 2251/1994, στο οποίο ορίζονται ως καταχρηστικοί οι όροι που χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Ειδικότερα αναφορικά με την εγκυρότητα ρητρών αναπροσαρμογής των χρεώσεων ηλεκτρικής ενέργειας, η σύμβαση πρέπει να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο το λόγο και τον τρόπο μεταβολής του κόστους της παρεχόμενης υπηρεσίας, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να προβλέψει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις ενδεχόμενες μεταβολές του κόστους αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση το επίμαχο άρθρο 6 της ένδικης σύμβασης εξαρτά την αναπροσαρμογή του τιμήματος και το ύψος του από σύνθετους και πολύπλοκους μαθηματικούς τύπους, το τελικό άθροισμα του οποίου διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο από την « Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς Επόμενης Ημέρας του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας σε €/MWh», όρος άγνωστος για το μέσο καταναλωτή. Εξάλλου η παράθεση ενός μαθηματικού τύπου, δίχως εκ των προτέρων γνώση και των λοιπών μεταβλητών από την οποίες εξαρτάται η τιμολόγηση των χρεώσεων δεν πληροί τις απαιτήσεις διαφάνειας, ενώ καθίσταται σαφές ότι οι μαθηματικοί υπολογισμοί είναι ιδιαιτέρως σύνθετοι και πολύπλοκοι που καθιστούν ανέφικτο να πραγματοποιηθούν από τον μέσο καταναλωτή, αφού ακόμη και η ορολογία της οποίας γίνεται χρήση είναι παντελώς άγνωστη και ιδιαιτέρως εξειδικευμένη, καθώς εν γένει ο τρόπος υπολογισμού των χρεώσεων δεν βασίζεται σε σαφή, κατανοητή και διαθέσιμη στο κοινό μέθοδο υπολογισμού.

Από τα ανωτέρω πιθανολογήθηκε, επομένως, αφενός η ακυρότητα του όρου περί αναπροσαρμογής του τιμήματος και η αδυναμία του αιτούντος να προβεί στην εξόφληση του λογαριασμού κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, όπως η τιμολόγηση αυτής αναπροσαρμόστηκε από την καθ’ ης, αφετέρου η συνδρομή άμεσου κινδύνου διακοπής της ηλεκτροδότησης της επιχείρησης του αιτούντος, o οποίος σε αυτή την περίπτωση θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη καθώς θα οδηγηθεί σε επαγγελματική καταστροφή και οικονομική εξαθλίωση, τη στιγμή που η καθ’ ης δεν θα υποστεί σημαντική ζημία από την εξακολούθηση της ηλεκτροδότησης της επιχείρησης του αιτούντος, σε περίπτωση που o αιτών συνεχίσει να καταβάλει τα ποσά που αντιστοιχούν στην κατανάλωση του ρεύματος και των λοιπών χρεώσεων, πλην των ποσών που προκύπτουν από την εφαρμογή της ρήτρας ΟΤΣ.

ΕιρΚρωπίας 16/2023 (Ασφ. Μέτρα, Ανατροπή Κατάσχεσης ποσού 1.000.000,00 ευρώ)

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. η κατάσχεση, εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος αφότου επιβλήθηκε ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό, ανατρέπεται αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με απόφαση του Ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 86 επ. Την αίτηση δύναται να υποβάλλει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον και να την απευθύνει κατά εκείνων, έναντι των οποίων επιδιώκει την ανατροπή (βλ. I. Μπρίνια, «Αναγκαστική Εκτέλεσις», εκδ. Β’ Τόμος Ε` υπο άρθρο 1019, παρ. 663, σελ. 2200).

Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον από την επιβολή της κατάσχεσης μέχρι τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης έχει παρέλθει χρόνος πλέον του έτους χωρίς να έχει διενεργηθεί πλειστηριασμός του κατασχεθέντος ακινήτου και εφόσον πιθανολογήθηκε ότι η αιτούσα έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ανατροπή της κατάσχεσης, πρέπει η αίτηση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΕιρΑλεξανδρούπολης 4/2023

ΔΑΝΕΙΑ ΠΑΛΛΙΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ-ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ-Συμβατική Δυνατότητα των Πιστωτών, να αιτηθούν την καταβολή των ληξιπρόθεσμων χρεώλυτρων, χωρίς να καταγγείλουν τη σύμβαση-Στην περίπτωση αυτή, η αξίωση των περιοδικών χρεωλυτικών δόσεων, διατηρεί την αυθυπαρξία της, υποκείμενη ωστόσο στην πενταετή παραγραφή κατ’ αρ. 250 παρ. 15 ΑΚ-με χρόνο έναρξης αυτής, το τέλος του έτους, εντός του οποίου κατέστη ληξιπρόθεσμη κι απαιτητή εκάστη χρεωλυτική δόση- με δεδομένο ότι για την επιμήκυνση της παραγραφής σε 20ετη, απαιτείται προηγουμένως η καταγγελία της σύμβασης.

Μερικά δεκτή η ανακοπή-Ακυρώνεται εν μέρει η διαταγή πληρωμής, λόγω παραγραφής χρεωλυτικών δόσεων, συνολικού ποσού 13.695,30 ευρώ, επί συνολικού ποσού 19.401,67 ευρώ-Περιορισμός του κεφαλαίου της οφειλής,  εκ της ένδικης διαταγής πληρωμής, στο ποσό των 5.706,37 ευρώ.

ΜπρΑθηνών  43/2023 (Ασφ. Μέτρα)

Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα κατά ν. 3869/2010. Οφειλές σε ελβετικό φράγκο. Αίτηση αναστολής εκτέλεσης επί έφεσης κατά απόφασης ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένου δανειολήπτη κατά Ν. 3869/2010. Απαιτούμενα σωρευτικά στοιχεία για την βασιμότητα της όπως η πιθανολόγηση ευδοκίμησης της έφεσης και πρόκλησης ουσιώδους βλάβης στον αιτούντα επί εκτέλεσης της απόφασης. Η αίτηση του άρθρου 6 παρ. 5 N. 3869/2010 στρέφεται μόνο κατά των πιστωτών, που έχουν ξεκινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, συνεπώς δεν νομιμοποιούνται παθητικά άλλοι πιστωτές, που δεν έχουν θέσει σε κίνηση την αναγκαστική εκτέλεση. Ωστόσο, η απαγόρευση διάθεσης περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που προβλέπεται στο άρθρο 6 παρ. 5 N, 3869/2010 σε περίπτωση χορήγησης αναστολής, ισχύει erga omnes. Κάθε διάθεση μετά την απόφαση αναστολής είναι άκυρη σύμφωνα με το άρθρο 175 Α.Κ. Η ακυρότητα αυτή είναι απόλυτη, ακόμη και κατά του καλόπιστου τρίτου, καθ` ότι επέρχεται ex Iege, ακόμη και αν δεν αναφέρει κάτι σχετικό η απόφαση. Συνεπώς, δεν επιβάλλεται η υποβολή του οφειλέτη σε συνεχείς διαδικασίες αναστολής αναγκαστικών εκτελέσεων κατά την έκδοση μιας θετικής απόφασης κατά το άρθρο 6 παρ. 5. Δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμών. Το δικαστήριο ερευνά αυτήν, όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά κατά πρόταση πιστωτή. Περιεχόμενο σχετικής ενστάσεως. Αοριστία αυτής, εφόσον δεν διαλαμβάνει το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε να λάβει, το χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε, τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, τη μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει και τα έξοδα διαβιώσεώς του. Πιθανολογείται η ευδοκίμηση της έφεσης, δεκτή η αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης.

ΕιρΝικαίας 69/2022 (Ασφ. Μέτρα, Ανατροπή Κατάσχεσης ποσού 450.000,00 ευρώ)

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. η κατάσχεση, εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος αφότου επιβλήθηκε ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό, ανατρέπεται αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με απόφαση του Ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 86 επ. Την αίτηση δύναται να υποβάλλει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον και να την απευθύνει κατά εκείνων, έναντι των οποίων επιδιώκει την ανατροπή (βλ. I. Μπρίνια, «Αναγκαστική Εκτέλεσις», εκδ. Β’ Τόμος Ε` υπο άρθρο 1019, παρ. 663, σελ. 2200).

Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον από την επιβολή της κατάσχεσης μέχρι τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης έχει παρέλθει χρόνος πλέον του έτους χωρίς να έχει διενεργηθεί πλειστηριασμός του κατασχεθέντος ακινήτου και εφόσον πιθανολογήθηκε ότι η αιτούσα έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ανατροπή της κατάσχεσης, πρέπει η αίτηση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΜπρΠειραιά 2131/2022 (Ασφ. Μέτρα)

Ανακοπή κατά δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού, κατ’ αρ. 973 παρ. 6 ΚΠολΔ-Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου. Η δε εξουσιοδότηση προς είσπραξη, που έχει χορηγηθεί στην καθ’ ης από τη δικαιούχο της απαίτησης δε δύναται να θεμελιώσει νομιμοποίησή της προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον η χορήγηση εξουσιοδότησης στον τρίτο να επισπεύσει επ’ ονόματί του αναγκαστική εκτέλεση, ως εκούσιος αντιπρόσωπος του φορέα της απαίτησης δε συμβιβάζεται με την αυστηρή τυποποίηση και την ασφάλεια της εκτελεστικής διαδικασίας (Νίκας Δ. Αναγκ. Εκτελ. 1 παρ.20 αρ.3, Άννα Πλεύρη Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, σελ. 35-36, 59-60). Ανεπίτρεπτη η δικαιοπρακτική θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης προς επίσπευση της εν λόγω διαδικασίας, εξαιρουμένων μόνο των ρητώς προβλεπομένων από τον νόμο περιπτώσεων, η δε δυνατότητα του εξουσιοδοτηθέντος να ενάγει ιδίω ονόματι για την απαίτηση αποκρούεται ως περίπτωση απαγορευομένης δικαιοπρακτικής ! διαθέσεως της νομιμοποιήσεως (ΑΠ 45/2007 ΕλλΔνη 48.439, ΕΠειρ 693/1982,ad hoc Μ.Εφ Αθ.3577/2022 και 1858/2022, Μ. Εφ. Λαρ.250/2022), Λ. Σινανιώτης, Η νομιμοποίησις των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, 1968, σ. 88 επ., Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, 1986, σ 100, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 3η έκδ., 2018, παρ. 24, αριθ. 1A )-Δεκτή η ανακοπή, ακυρώνεται η δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού.

Αρειος Πάγος (Δ΄ Πολιτικό Τμήμα) 1508/2022

Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα κατά Ν. 3869/2010 – Αίτηση ρύθμισης οφειλών κατ` άρθρο 4 § 1 του άνω νομοθετήματος – Στοιχεία βάσιμου αυτής όπως η άνευ δόλου περιέλευση του αιτούντος σε πάγια και μόνιμη αδυναμία αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του – Έννοια δόλου που αντλείται από το αστικό και ποινικό δίκαιο -.

Επιμέρους διακρίσεις δόλου και προϋποθέσεις κατάφασης εκάστης αυτών. Η συνδρομή δόλου του αιτούντος ως προς την υπερχρέωση του δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως αλλά κατ’ ένσταση πιστωτή που φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης. Ορισμένο σχετικής ένστασης. Ο πιστωτής, προκειμένου να αποδείξει τον ισχυρισμό του, θα πρέπει να επικαλεστεί και να προσκομίσει στοιχεία που να αποδεικνύουν α) το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε να λάβει, β) το χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε, γ) τα εισοδήματά του κατά το χρόνο λήψεως των δανείων, δ) τη μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει, ε) τα έξοδα διαβιώσεώς του και κυρίως τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών (ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες), ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Βάσιμο λόγου αναίρεσης για παραβίαση από το δικαστήριο κανόνων ουσιαστικού δικαίου κατ` άρθρο 560 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ερημοδικία διαδίκου στην αναιρετική δίκη. Διάκριση μεταξύ νομικής, ποσοτικής και ποιοτικής αοριστίας της αγωγής. Λόγοι αναίρεσης που θεμελιώνονται σε εκάστη των περιπτώσεων. Βάσιμο λόγου αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης κατ` άρθρο 560 αρ. 6 ΚΠΟλΔ. Σφάλμα του Εφετείου που εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση κρίνοντας ορισμένη την ένσταση δολιότητας των αναιρεσιβλήτων περί την υπερχρέωση του αναιρεσείοντος. Αναιρεί την 2448/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πειραιώς Γεωργίου Καλτσά)

Αριθμός 1508/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βάρκα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου Κωστούλας Φλουρή – Χαλεβίδου), Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αθανάσιο Τσουλό, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη και Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, την 1η Απριλίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: … κατοίκου Αίγινας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Καλτσά με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» και ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» οι οποίες δεν παραστάθηκαν.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-2-2014 αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αίγινας και συνεκδικάστηκε με την προφορικώς ασκηθείσα στο ακροατήριο και διά των προτάσεων κύρια παρέμβαση της ήδη 1ης των αναιρεσιβλήτων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2448/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 7-12-2020 αίτηση του.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Γεωργία Κατσιμαγκλή, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 07-12-2020 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αίτηση αναιρέσεως, προσβάλλει την υπ’ αριθμ. 2448/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε ως Εφετείο, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 739 επ. Κ.Πολ.Δ. (με την οποία δικάζονται, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 3869/2010, οι υποθέσεις για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων), ερήμην της πρώτης και της δεύτερης εφεσίβλητης και ήδη πρώτης και δεύτερης των αναιρεσίβλητων, αντίστοιχα. Συνεπώς, για την παραδεκτή άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να ερευνηθεί το ζήτημα της τελεσιδικίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς τις ανωτέρω εφεσίβλητες, που δικάστηκαν ερήμην στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 553 παρ. 1 περ. β’ Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή. Έτσι η ύπαρξη ερήμην αποφάσεως, δηλαδή αποφάσεως που εκδόθηκε με την απουσία, πραγματική ή πλασματική, ενός των διαδίκων, έστω και αν δεν στηρίχθηκε στη συναγωγή δυσμενών συνεπειών από την ερημοδικία του (Ολ. ΑΠ 15/2001), ενεργοποιεί αυτόματα τη δυνατότητα ασκήσεως κατ’ αυτής ανακοπής ερημοδικίας από τον ερημοδικασθέντα (άρθρο 502 Κ.Πολ.Δ.), με συνέπεια, όσο διαρκεί η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας, να αποκλείεται η άσκηση κατά της ερήμην αποφάσεως αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, είναι απορριπτέα αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (άρθρο 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), αφού, σε σχέση με την αναίρεση, δεν υπάρχει διάταξη όμοια με τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. β’ περ. β’ Κ.Πολ.Δ., που ορίζει ότι κατά των ερήμην αποφάσεων επιτρέπεται έφεση ήδη από τη δημοσίευση τους. Αντίθετα δηλαδή, με την καθιερούμενη με τη διάταξη αυτή συμπόρευση των προθεσμιών της εφέσεως και της ανακοπής ερημοδικίας, η αναίρεση κατά ερήμην αποφάσεως είναι επιτρεπτή, μόνον εφόσον δεν συγχωρείται κατ’ αυτής ανακοπή ερημοδικίας ή αναλόγως έφεση (Ολ. ΑΠ 11/1998), δηλαδή καθιερώνεται η αρχή της διαδοχικής ασκήσεως των προβλεπόμενων ένδικων μέσων (ΑΠ 58/2020, ΑΠ 208/2020, ΑΠ 805/2019, ΑΠ 154/2017, ΑΠ 1049/2017, ΑΠ 180/2014). Στην προκειμένη περίπτωση από την προσβαλλόμενη απόφαση, που επιτρεπτά επισκοπείται (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), για την έρευνα του ανωτέρω δικονομικού ζητήματος, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για την παραδεκτή άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, ως δικογράφου (άρθρο 577 παρ. 1, σε συνδ. με 553 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), προκύπτει, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε ερήμην : α) της πρώτης εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης και β) και της δεύτερης εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» και ήδη και ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης, οι οποίες, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. 3η και 4η σελίδα αυτής), είχαν κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστούν στη δικάσιμο της 12-3-2019 ενώπιον, του ως Εφετείου, δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ότι η συζήτηση της υποθέσεως (κατά την ανωτέρω δικάσιμο) χώρησε σαν να ήταν και αυτές παρούσες (άρθρο 764 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, ως προς τις ανωτέρω τραπεζικές εταιρείες (εφόσον αυτές είχαν κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα) η προσβαλλομένη απόφαση έχει καταστεί πλέον τελεσίδικη, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν. 3869/2010 δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας. Συνακόλουθα, η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί παραδεκτά ως δικόγραφο, κατ’ άρθρο 553 παρ. 1, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 741 και 769 του Κ.Πολ.Δ. και ως προς τις ανωτέρω πρώτη και δεύτερη αναιρεσίβλητες, και εφόσον περαιτέρω έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1β, 556, 558, 564 παρ. 3 και 769 Κ.Πολ.Δ.), πρέττει να ερευνηθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 Κ.Πολ.Δ.).

Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ.1-3 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως, δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος του, ερευνάται αν ο διάδικος ο οποίος δεν εμφανίστηκε ή, αν και εμφανίστηκε, δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση. Στην περίπτωση, που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Ειδικότερα, από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί της αιτήσεως αναιρέσεως, εάν δεν κλητεύθηκε κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους, η συζήτηση της αιτήσεως κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους, εάν όμως κλητεύθηκε αυτός νόμιμα είτε από τον αντίδικο του, είτε από αναγκαίο ομόδικο του και δεν εμφανιστεί στη συζήτηση, τότε θεωρείται σαν να είναι παρών και η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αναγκαίο ομόδικο παρά την απουσία του (ΑΠ 1437/2019, ΑΠ 1946/2017, ΑΠ 756/2017). Εξάλλου, στη δίκη περί ρυθμίσεως οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, ο δεσμός που συνδέει τους πιστωτές του αιτούντος – οφειλέτη, ενόψει του ότι η ισχύς της αποφάσεως που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους “μετέχοντες στη δίκη” πιστωτές, είναι αυτός της αναγκαστικής παθητικής ομοδικίας κατ’ άρθρο 76 παρ. 1 περ. β’ του Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 516/2020, ΑΠ 757/2019, ΑΠ 1049/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, από τις υπ’ αριθμ. …/14-5-2021, εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …, που προσκομίζει και επικαλείται ο αναιρεσείων, ο οποίος επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως, προκύπτει ότι, μετά από έγγραφη παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης από 07-12-2020 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αιτήσεως αναιρέσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη καταθέσεως   δικογράφου και ορισμού δικασίμου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (01-4-2022) και κλήση για να παραστούν κατά τη συζήτηση αυτής, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις πρώτη, δεύτερη και τρίτη αναιρεσίβλητες, αντίστοιχα. Κατά την ανωτέρω όμως ορισθείσα δικάσιμο (01-4-2022), κατά την οποία εκφωνήθηκε νόμιμα η υπόθεση κατά τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι αναιρεσίβλητες αυτές ήταν απούσες και ειδικότερα δεν παραστάθηκαν και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο & δικηγόρο, ούτε και κατέθεσαν δήλωση, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της. Επομένως, εφόσον οι ανωτέρω απολειπόμενες αναιρεσίβλητες δεν εμφανίστηκαν κατά την προκειμένη δικάσιμο, αν και κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, το Δικαστήριο πρέπει, σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη, να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία τους.

Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 (“Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων …”), όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/14-8-2015), που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του [και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση, εφόσον η ένδικη αίτηση του αναιρεσείοντος, περί υπαγωγής του στις διατάξεις του νόμου 3869/2010, υποβλήθηκε στο Ειρηνοδικείο Αίγινας στις 26-2-2014, ήτοι πριν την αντικατάσταση του με τον ως άνω νόμο 4336/2015], ορίζεται ότι “φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής”. Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 Α.Κ. με την οποία ορίζεται ότι “ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσης του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές”. Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή και στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 Π.Κ., η οποία ορίζει ότι “με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης· επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται”. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που “θέλει” την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το “αποδέχεται” (Ολ. ΑΠ 4/2010, Ολ. ΑΠ 8/2005, ΑΠ 59/2021, ΑΠ 1446/2018, ΑΠ 297/2007). Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία, που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Δόλο, κατά συνέπεια, συνιστά η περίπτωση εκείνη του δράστη κατά την οποία επιδοκιμάζει, δηλαδή προβλέπει, το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και τελικά το αποδέχεται. Ο δόλος σχετίζεται και αφορά πάντα πράξη και αυτή θα είναι η απαγορευμένη από το δίκαιο στο δράστη αθέτηση 5 ενοχικής υποχρεώσεως ή γενικότερα αδικοπραξία κ.λπ.. Μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του δόλου είναι και η πρόβλεψη του δράστη ότι η συμπεριφορά του θα προκαλέσει καθυστέρηση στην εκπλήρωση της υποχρεώσεως του, ή θα προκαλέσει το γεγονός της αδυναμίας παροχής του, συνείδηση, δηλαδή του δράστη για τον κίνδυνο επελεύσεως των αποτελεσμάτων αυτών. Για τα ανωτέρω αρκεί και απαιτείται η πρόβλεψη και η αποδοχή του παρανόμου αποτελέσματος σε γενικές γραμμές και κατά τα γενικά ουσιώδη γνωρίσματα του. Η ακριβής έκταση της ζημίας, οι λεπτομέρειες ή οι ιδιότητες του προσβαλλόμενου αγαθού και οι λοιπές περιστάσεις, που καθορίζουν το μέγεθος της προσβολής, δεν απαιτείται να προβλέπονται σαφώς, τουλάχιστον στο βαθμό που δεν ανάγονται από το νόμο, σε κρίσιμα για την ύπαρξη της ευθύνης περιστατικά. Στην περίπτωση του Ν. 3869/2010 ο νόμος χρησιμοποιεί την έννοια του δόλου και τη συνδέει με μια πραγματική κατάσταση, που είναι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδάφιο α’ του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην “περιέλευση” του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει, τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής, όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε (ΑΠ 59/2021, ΑΠ 1174/2019). Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωση του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτηση τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Συνεπώς, η εξαιτίας του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη, δεν είναι αναγκαίο να εμφανιστεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει ότι με βάση τα εισοδήματα του και τις εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος ή η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεση του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη, από την πλευρά των τελευταίων, να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο, άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου (ΑΠ 1174/2019, ΑΠ 515/2018, ΑΠ 65/2017, ΑΠ 951/2015, ΑΠ 1226/2014). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του εδαφίου β’ της παρ. 1 του ίδιου άρθρου 1 του ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι’ αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν (πρβλ. άρθρο 262 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και να τον αποδείξει (ΑΠ 59/2021, ΑΠ 1400/2019, ΑΠ 734/2019, ΑΠ 286/2017, ΑΠ 153/2017, ΑΠ 65/2017). Ο δόλος αποτελεί αόριστη νομική έννοια και, άρα, ελέγχεται αναιρετικά η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας για το αν τα περιστατικά, που έγιναν ανελέγκτως δεκτά απ’ αυτό, υπάγονται ή όχι στη νομική έννοια του δόλου (ΑΠ 59/2021, ΑΠ 335/2020, ΑΠ 1299/2015), ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ. (ή του άρθρου 560 αριθμ. 1 και 6 του ίδιου Κώδικα) (ΑΠ 59/2021). Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη και, επομένως, παραδεκτή, κατά το άρθρο 262 του Κ.Πολ.Δ., η ένσταση της πιστώτριας Τράπεζας ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων των προς αυτήν χρηματικών οφειλών από ενδεχόμενο δόλο, με την έννοια ότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές τους δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών του και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει να αναφέρει: α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) το χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού, κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 59/2021, ΑΠ 1174/2019, ΑΠ 515/2018). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμός 1 εδ. α’ του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε, τόσο πριν όσο και μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται και στην παρούσα διαδικασία (άρθρο 14 του Ν. 3869/2010), κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 31/2009, Ολ. ΑΠ 7/2006, ΑΠ 757/2015). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού γ$ δικαίου), όπως γίνεται δεκτό και κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτό, δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 508/2020, ΑΠ 53/2020, ΑΠ 634/2019, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 551/2018, ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 849/2007). Εξάλλου, η νομική αοριστία της αγωγής ή της ενστάσεως στηρίζει λόγο αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθμ. 1 ή 560 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής ή της ενστάσεως στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέσθηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας, αντιστοίχως, νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο αγωγή ή ένσταση. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ενστάσεως, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτές όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος τους, τα πραγματικά δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ενστάσεως και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 8 και 14 του ΚΠολΔ ( ΑΠ 59/2021, ΑΠ 860/2014).

Από την επιτρεπτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της παρούσας δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 26-2-2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. …) αίτηση του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αίγινας, ο αναιρεσείων επικαλούμενος ότι είναι φυσικό πρόσωπο, χωρίς πτωχευτική ικανότητα και ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των, προς τις καθ’ ων η αίτηση – πιστώτριες τράπεζες, ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών του, ζήτησε να επικυρωθεί το προτεινόμενο από αυτόν σχέδιο διευθετήσεως οφειλών, άλλως να γίνει ρύθμιση από το δικαστήριο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3869/2010, σύμφωνα με το σχέδιο διευθετήσεως που υποβάλλει και να εξαιρεθεί από τη ρευστοποίηση η κύρια κατοικία του, καθώς και τα λοιπά αναφερόμενα κινητά περιουσιακά του στοιχεία, ώστε με την τήρηση της ρυθμίσεως να επέλθει απαλλαγή του από το υπόλοιπο των χρεών του προς τις καθ’ ων η αίτηση – πιστώτριες τράπεζες. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 05/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αίγινας, το οποίο έκρινε ότι ο αιτών -αναιρεσείων περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών από δικό του ενδεχόμενο δόλο και κατά παραδοχή ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της σχετικής περί δόλου ενστάσεως, που πρότειναν η πρώτη και η τρίτη των αναιρεσίβλητων – πιστώτριες τράπεζες, απέρριψε την ένδικη αίτηση του ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της ανωτέρω πρωτόδικης αποφάσεως ο αιτών και ήδη αναιρεσείων άσκησε την από 23-03-2018 (με αριθμ. εκθ. καταθ. … έφεση του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με σχετικό λόγο της οποίας προέβαλε, πλην άλλων, και τον ισχυρισμό περί αοριστίας της προταθείσας πρωτοδίκως, από τις ανωτέρω πιστώτριες τράπεζες, ενστάσεως δόλου του αιτούντος -εκκαλούντος. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο δίκασε ως Εφετείο, εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2448/2020 απόφαση του, με την οποία δέχθηκε τυπικά την έφεση και αφού έκρινε, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι ο αιτών περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών από δικό του ενδεχόμενο δόλο, καθώς και ότι η προταθείσα σχετική περί δόλου ένσταση ήταν ορισμένη, απέρριψε την έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση. Ειδικότερα, όσον αφορά την προταθείσα από τις ως άνω αναιρεσίβλητες ένσταση περί δόλιας περιέλευσης του αναιρεσείοντος σε αδυναμία πληρωμών, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα : Α] η πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία, με την επωνυμία πρότεινε την ανωτέρω ένσταση περί δόλου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σημειώνεται ότι στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν παραστάθηκε), αναφέροντας στις προτάσεις της προς θεμελίωση της ενστάσεως της αυτής, τα εξής : «Το ζήτημα της δολιότητας ή μη της αδυναμίας πληρωμής αποτελεί, ίσως, το κομβικότερο σημείου του Νόμου (Δημήτρης Χ. Μακρής, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Κατ’ άρθρο Ερμηνεία του Νόμου 3869/2010 (ΦΕΚ 130 Α’ / 3.8.2010) για την ρύθμιση των Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων (θεωρία – διαδικασία – υποδείγματα, σελ. 29, αρ. 17). Δολιότητα του οφειλέτη – δανειολήπτη αποτελεί κατ’ ορθότερη κρίση η λήψη δανείου, το οποίο εξαρχής είναι αδύνατο να αποπληρωθεί λόγω της έλλειψης εισοδημάτων, σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του οφειλέτη. Η ανάληψη του εγχειρήματος της λήψης του δανείου καταλαμβάνεται από την έννοια της δολιότητας όταν προδήλως είναι αδύνατη η εξυπηρέτηση του (Δημήτρης Χ. Μακρής, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία του Νόμου 3869/2010 (ΦΕΚ 130 Α73.8.2010) για τη Ρύθμιση των Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων (θεωρία – διαδικασία – υποδείγματα, σελ. 30, αρ. 17). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η αντίδικος δημιούργησε και αποδέχτηκε χρέη προς πιστωτικά ιδρύματα ανερχόμενα σε 104.310,54 €, τα οποία είναι ως πλείστον καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες, γνωρίζοντας ότι βάσει των εισοδημάτων του και της εν γένει περιουσιακής του κατάστασης, ουδέποτε θα ήταν σε θέση να εξοφλήσει. Ειδικότερα, ο αντίδικος, αν και γνώριζε ότι δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αποπληρώσει τις οφειλές του εντούτοις συνέχιζε να χρεώνει τις πιστωτικές κάρτες που κατείχε ενώ ταυτόχρονα σύναψε και καταναλωτικά δάνεια αποδεχόμενος την ανάληψη συμβατικών υποχρεώσεων των οποίων η εξυπηρέτηση ήταν, μελλοντικά, επισφαλής, δεδομένου μάλιστα ότι, όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, δεν υφίστατο καμία αναγκαιότητα για την λήψη τους (ούτε και ο ίδιος την επικαλείται). Συνακόλουθα, ο αιτών κατέστησε μετέωρη και επισφαλή την ικανοποίηση των απαιτήσεων μας σε σημείο ώστε, σήμερα, τα χρέη του να καταστούν ληξιπρόθεσμα και κατ’ επέκταση να μην είναι εφικτή η εξυπηρέτηση των οφειλών του, την στιγμή που καρπώθηκε τα χρήματα της πιστώτριας Τράπεζας μας. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διατύπωση του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, η μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές του, δεν πρέπει να αποδίδεται σε δόλο. Η ύπαρξη δόλου εκτιμάται με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως και πρέπει να αναφέρεται στη μόνιμη αδυναμία εξοφλήσεως των χρεών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά τον χρόνο αναλήψεως της οφειλής όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Εφ’ όσον κατά το χρόνο αναλήψεως της οφειλής και με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες ο οφειλέτης γνωρίζει και αποδέχεται ότι η συγκεκριμένη οφειλή είναι τέτοιας βαρύτητας, ώστε σε περίπτωση αδυναμίας εκπληρώσεως της επίκειται η παύση πληρωμών εκ μέρους του, δύναται να υποστηριχθεί, ότι το στοιχείο του δόλου συντρέχει ήδη κατά το χρονικό σημείο αναλήψεως της οφειλής. Αυτό στην πράξη δύναται να συμβεί, όταν ο οφειλέτης αναλαμβάνοντας χρέος ήδη από την αρχή -γνωρίζει ότι δεν μπορεί και – δεν επιθυμεί να το εξυπηρετήσει. Εν προκειμένω, ο αιτών δημιούργησε τα ένδικα χρέη, συνολικού ύψους 104.310,54 €, δολίως, προβαίνοντας σε δυσανάλογο δανεισμό, αν και γνώριζε εξ αρχής και αποδεχόταν την αδυναμία κάλυψης των δανείων και εξυπηρέτησης τους συνολικά, προκειμένου να εξασφαλίσει ανώτερο επίπεδο διαβίωσης από αυτό που της επέτρεπε το εισόδημα του υπερβαίνοντας το μέτρο και τη σύνεση του μέσου καταναλωτή. Άλλωστε και οι ίδιοι ισχυρισμοί του αποδεικνύουν την δολιότητά του στο εγχείρημα ανάληψης των ένδικων δανείων αυτών, η οποία δήθεν οφείλεται σε συρρίκνωση του εισοδήματος του, αποδεικνύονται όψιμα ευφυολογήματα του αντιδίκου, εάν συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι ακόμη και εάν γινόταν δεκτό ότι τα εισοδήματα του υπέστησαν συντριπτική συρρίκνωση, αυτά επ’ ουδενί επαρκούσαν ούτως ή άλλως για την κάλυψη των υπέρογκων δανειακών του υποχρεώσεων, αντιθέτως προκύπτει αβίαστα ότι ο αντίδικος υπερχρεώθηκε από αποκλειστική του υπαιτιότητα. Συνεπώς, η μόνιμη αδυναμία, στην κρινόμενη υπόθεση, υπήρξε εξ ορισμού από του χρόνου λήψης των δανείων και των πιστωτικών καρτών και ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της (βλ. ενδεικτικά και την Ειρην. Τυρνάβου 15/2012 – δημ. ΝΟΜΟΣ). Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι ο αιτών αναφέρει μεν στην αίτηση του ενδεικτικά ότι τα εισοδήματα του ανήρχοντο στο ποσό των 10.300,00 € ήτοι 860€ μηνιαίως περίπου κατά το έτος 2011, ενώ μόνο το 10% των επίδικων δανείων ανερχόταν στο ποσό των 10.431,054 €. Συνεπώς, τεκμαίρεται ότι ο αιτών ουδέποτε, και προ της συρρίκνωσης του εισοδήματος του, είχε την οικονομική δυνατότητα να ανταποκρίνεται στις συμβατικές του υποχρεώσεις, τις οποίες αναλάμβανε έχοντας επίγνωση της μόνιμης αδυναμίας του, που ενυπήρξε εξαρχής. Συναφώς, προς τα παραπάνω, ο αντίδικος αντίθετα προς την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και μη επιδεικνύοντας την επιμέλεια, που απαιτούν οι συναλλαγές, αποδέχτηκε το αποτέλεσμα της, μελλοντικά σφόδρα πιθανής και ενδεχόμενης, μη αποπληρωμής της συνολικής επίδικης οφειλής του, αποφασίζοντας να συνεχίσει επί σειρά ετών την ίδια πρακτική». Και Β] Η τρίτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία, με την επωνυμία «…» πρότεινε την ανωτέρω ένσταση, περί δόλου, αναφέροντας προς θεμελίωση της στις προτάσεις της α) ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου τα εξής : «Ο οφειλέτης ισχυρίζεται ότι περιήλθε χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 3859/2010. Ωστόσο, αυτό πρέπει να εκτίθεται με αναφορά σε πραγματικά περιστατικά και να αποδεικνύεται στην υπό κρίσιν αίτηση ειδάλλως αποτελεί αναπόδεικτο ισχυρισμό δικαστικής εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα και σύμφωνα με το αληθινό νόημα και την τελολογική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 3869/2010, δεν αρκεί η επίκληση και περιγραφή της υπάρχουσας οικογενειακής οικονομικής και περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη αλλά θα πρέπει να περιγράφεται αναλυτικά και η οικονομική και περιουσιακή του κατάσταση την περίοδο της δανειοδότησης του από τα αναφερόμενα στην αίτηση του πιστωτικά ιδρύματα. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να υπάρχει αναλυτική περιγραφή στο ιστορικό της αίτησης του οφειλέτου η περιουσιακή του κατάσταση και οι βιοτικές του ανάγκες κατά την περίοδο της δανειοδότησης του, ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να κρίνει αν δικαιολογούνταν η ανάληψη τέτοιων οφειλών από τον εν λόγω οφειλέτη. Ωστόσο, θα πρέπει να αποδεικνύει τη συνετή και προς εξυπηρέτηση των βιοτικών του αναγκών δανειοδότηση και εν γένει ότι τηρούσε την συμπεριφορά του μέσου, χρηστού και συνετού ανθρώπου κατά την ανάληψη των εν λόγω δανείων, διαφορετικά θα πρέπει να θεωρηθεί, ως ενεργώντας με δόλο, περιήλθε με δική του υπαιτιότητα σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των χρηματικών του οφειλών. Εξάλλου, σκοπός του Ν. 3869/2010 δεν είναι να απαλλάξει σωρηδόν υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα από την δανειοδότηση τους, αλλά μέσα από την έκθεση της τωρινής οικονομικής και περιουσιακής τους επιφάνειας να τους δώσει την δυνατότητα να ρυθμίσουν τις οφειλές τους σε συνάρτηση με αυτή. Εν προκειμένω, ο αιτών δεν προσκομίζει ούτε επικαλείται   στοιχεία (σχετικά έγγραφα εκκαθαριστικών δηλώσεων) που αποδεικνύουν την οικονομική και περιουσιακή κατάσταση του κατά την περίοδο της δανειοδότησης του, ώστε να δικαιολογηθεί η λήψη των τραπεζικών προϊόντων. Ως εκ τούτου, το αίτημα του για διαγραφή των οφειλών του θα πρέπει να απορριφθεί ως ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, αφού δεν βασίζεται σε λογική εκτίμηση της τότε   περιουσιακής και οικονομικής του κατάστασης (κατά την περίοδο της δανειοδότησης του)», και β) ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου τα εξής: «Ο ισχυρισμός του αντιδίκου και εκκαλούντος, περί μη θεμελίωσης και απόδειξης των ισχυρισμών των πιστωτών περί μη θεμελίωσης και απόδειξης των ισχυρισμών των πιστωτών περί θεμελίωσης της ένστασης δόλιας περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμής, είναι απορριπτέος, διότι το Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε το νόμο και απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την υπό κρίση αίτηση, καθώς η αρχική αδυναμία του αιτούντος και εκκαλούντος αποδεικνύεται περίτρανα από τα προσκομισθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα αυτού από τα έτη χορήγησης και λήψης των δανείων μέχρι και τη παύση πληρωμών και την επικαλούμενη “αδυναμία πληρωμής”. Εν συνεχεία της πολεμούμενης εφέσεως, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση έκρινε μη ορθώς ως προς το γεγονός της ύπαρξης δόλου στο πρόσωπο του, λόγω αοριστίας της προβαλλόμενης ένστασης στις προτάσεις μας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι παντελώς ουσία και νόμω αβάσιμος αφού η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαμορφώθηκε βασιζόμενη όχι απλά στους προφορικούς μας ισχυρισμούς αλλά στις προσκομισθείσες κινήσεις λογαριασμών δανείων, στις οποίες με ακρίβεια αναφέρεται και αποδεικνύεται η μη καταβολή των συμφωνηθεισών δόσεων και η προγενέστερη παύση των πληρωμών προ του έτους 2012, όπως ορθά αναφέρει και η με αριθμό 05/2018 πρωτόδικη απόφαση». Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2448/2020 απόφαση του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της, δέχθηκε τα ακόλουθα: «Ο αιτών έχει γεννηθεί το έτος 1952 και είναι διαζευγμένος ήδη από το έτος 1993· Έχει δε αποκτήσει από τον ως άνω γάμο του με την πρώην σύζυγο του δυο ενήλικα τέκνα […].

Είναι συνταξιούχος του ΙΚΑ από το έτος 2013 (βλ. σχετικά την από 28.12.2012 βεβαίωση διακοπής εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία) και λαμβάνει μηνιαία βασική σύνταξη ποσού 502,55 ευρώ (βλ. σχετικά το από 20.10.2016 ενημερωτικό σημείωμα συντάξεων ΙΚΑ). Κατά δε το χρόνο πριν την συνταξιοδότηση του αυτός απασχολείτο ως ελαιοχρωματιστής. Ο αιτών (ήδη εκκαλών) κατοικεί μόνος του σε ισόγεια οικία ιδιοκτησίας του, (ημιτελή), κείμενη επί της οδού … αριθμός … (στην ειδικότερη θέση …) στο νησί της Αίγινας, συνολικού εμβαδού 86.30 τ.μ., σε οικόπεδο εμβαδού 1.000,23 τ.μ., η οποία και αποτελεί την κύρια κατοικία του. Η αντικειμενική αξία του δικαιώματος πλήρους κυριότητας του αιτούντος (εκκαλούντος) προσδιορίζεται σε 56.793,57 ευρώ […]. Έχει δε επίσης στην κυριότητα του ένα αυτοκίνητο Ι.Χ. εργοστασίου κατασκευής …, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας το έτος 1992 και ένα δίκυκλο εργοστασίου κατασκευής …, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας το έτος 2000 (βλ. σχετικά τις προσκομιζόμενες άδειες κυκλοφορίας). Σε χρόνο προγενέστερο του έτους ο αιτών (εκκαλών) είχε αναλάβει ως οφειλέτης (πιστούχος) και δη κατά τα έτη 2007, 2009 και 2012 τα κάτωθι αναφερόμενα χρέη, τα οποία κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την κοινοποίηση της ένδικης αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης αυτής, εξαιρούμενων των κατωτέρω αναφερομένων εμπραγμάτως εξασφαλισμένων δανείων, ο εκτοκισμός των οποίων συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι και το χρόνο έκδοσης οριστικής απόφασης επί της ένδικης αίτησης […]. Πλέον δε συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι αυτός κατήρτισε: I. Με την τράπεζα με την επωνυμία «…» ως οιονεί καθολική διάδοχος της οποίας νομιμοποιείται παθητικά η παριστάμενη (και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…» (α) την με αριθμό … σύμβαση στεγαστικού δανείου από την οποία κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης του είχε προκύψει οφειλή ποσού 47.791,81 ευρώ, (πρόκειται για εμπραγμάτως εξασφαλισμένο με προσημείωση υποθήκης δάνειο επί της ως άνω αναφερόμενης κύριας κατοικίας του αιτούντος), (β) την με αριθμό … σύμβαση από την οποία κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης του είχε προκύψει οφειλή ποσού 815,75 ευρώ, (γ) την με αριθμό … σύμβαση από την οποία κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης του είχε προκύψει οφειλή ποσού 11.222,86 ευρώ και (δ) την με αριθμό … σύμβαση από την οποία κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης του είχε προκύψει οφειλή ποσού 5.802,24 ευρώ […], II. Με την τράπεζα με την επωνυμία «…» (στην οποία περιήλθε η αρχικά καταρτισθείσα με το υποκατάστημα Ελλάδας της Κυπριακής ) με αριθμό MG … σύμβαση δανείου από την οποία κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης του είχε προκύψει οφειλή ποσού 23.498,64 ευρώ (πρόκειται για εμπραγμάτως εξασφαλισμένο με προσημείωση υποθήκης δάνειο επί της ως άνω αναφερόμενης κύριας κατοικίας του αιτούντος), ΙΙΙ. Με την τράπεζα με την επωνυμία «….» την με αριθμό … σύμβαση δανείου από την οποία κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης του είχε προκύψει οφειλή ποσού 9.833,50 ευρώ, IV. Με την τράπεζα με την επωνυμία «…», ως ειδική διάδοχος της οποίας νομιμοποιείται παθητικά η παριστάμενη (και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «… Α.Ε.» (α) την με αριθμό … σύμβαση προσωπικού δανείου από την οποία κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης του είχε προκύψει οφειλή ποσού 1.602,87 ευρώ και (β) την με αριθμό … σύμβαση χορήγησης κάρτας από την οποία κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης του είχε προκύψει οφειλή 9.561,98 ευρώ. Ήδη κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης το σύνολο των υποχρεώσεων του αιτούντος (εκκαλούντος) προς τις ως άνω (καθ’ ων) τραπεζικές εταιρείες υπολογίζεται σε 110.129,65 ευρώ. Επίσης από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι κατά τα έτη 2007-2012, χρονικό διάστημα κατά το οποίο αναλήφθηκαν οι προαναφερόμενες δανειακές του υποχρεώσεις το μηνιαίο εισόδημα του κυμαινόταν περίπου ως εξής […] : για το οικονομικό έτος 2006 σε 1.001,44 ευρώ/μηνιαίως (συνολικό δηλωθέν ετήσιο εισόδημα: 12.017,32 ευρώ), για το οικονομικό έτος 2007 σε 624,53 ευρώ/μηνιαίως (συνολικό δηλωθέν ετήσιο εισόδημα: 7.494,36 ευρώ), για το οικονομικό έτος 2008 σε 1.419,34 ευρώ/μηνιαίως (συνολικό δηλωθέν ετήσιο εισόδημα: 17.032,14 ευρώ), για το οικονομικό έτος 2009 σε 62,35 ευρώ / μηνιαίως (συνολικό δηλωθέν ετήσιο εισόδημα: 748,22 ευρώ), για το οικονομικό έτος 2010 σε 823,69 ευρώ/μηνιαίως (συνολικό δηλωθέν ετήσιο εισόδημα: 9.884,30), για το οικονομικό έτος 2011 σε 858,33 ευρώ / μηνιαίως (συνολικό δηλωθέν ετήσιο εισόδημα: 10.300,00 ευρώ), για το οικονομικό έτος 2012 είχε δηλωθέν μηδενικό ετήσιο εισόδημα, για το οικονομικό έτος 2013 σε 371,90 ευρώ/μηνιαίως (συνολικό δηλωθέν ετήσιο εισόδημα: 4.462,83 ευρώ). Ενώ και στη συνέχεια κατά to οικονομικό έτος 2014 αυτός είχε συνολικό δηλωθέν ετήσιο εισόδημα περί τις 6.604,48 ευρώ, ήτοι περίπου 550,37 ευρώ / μηνιαίως, κατά δε τα φορολογικά έτη 2016 και 2017 το συνολικό δηλωθέν ετήσιο εισόδημα του ανήλθε σε 6.030,60 ευρώ και 6.031,77 ευρώ, ήτοι σε 502, 00 ευρώ /μηνιαίως αντίστοιχα. Από άπαντα τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο αιτών (εκκαλών) ουδέποτε είχε ικανά ατομικά εισοδήματα, τα οποία να του επιτρέπουν την συνομολόγηση δανειακών υποχρεώσεων, ύψους (κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης και συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) 110.129,65 ευρώ, πλην όμως παρά ταύτα και επιδεικνύοντας συμπεριφορά που δεν προσήκει σε συνετό καταναλωτή προέβη στην κατάρτιση των προαναφερόμενων δανειακών συμβάσεων και στην εκτεταμένη απόλαυση υπέρμετρων τραπεζικών αγαθών (δάνεια, πιστωτική κάρτα) διαβλέποντας ως ενδεχόμενη την αδυναμία αποπληρωμής των οικονομικών υποχρεώσεων του στο μέλλον, δεδομένου ότι το εισόδημα του δεν ανταποκρινόταν για την κάλυψη των μελλοντικών του υποχρεώσεων από τα εν λόγω δανειακά προϊόντα, αποδεχόμενος αυτό ως επακόλουθη συνέπεια αφού αντί να φροντίσει το οικονομικό αδιέξοδο με την έγκαιρη εξόφληση των ληξιπρόθεσμων δόσεων των ως άνω αναφερόμενων δανείων, ώστε να μην υπάρχει περαιτέρω επιβάρυνση με τόκους και έξοδα αυτός εξακολούθησε έως και το έτος 2012 να προβαίνει σε δανεισμό παρότι διέβλεπε την ενδεχόμενη αδυναμία αποπληρωμής του συνόλου των εν λόγω οικονομικών υποχρεώσεων του. Επιπλέον, ο αιτών (εκκαλών) δεν απέδειξε ότι κατά την ανάληψη των επίδικων οφειλών του, ανέμενε ή ήλπιζε σε μεταγενέστερη βελτίωση των οικονομικών του, ώστε να υπάρχει δυνατότητα αποπληρωμής των χρεών του, αλλά ούτε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προέκυψε, κατά τον ίδιο παραπάνω χρόνο, πιθανή βελτίωση του εισοδήματος του στο μέλλον, ώστε να προσδοκά αυτός δικαιολογημένα και με βεβαιότητα ότι με την τυχόν αύξηση των εισοδημάτων του θα δύναται να αποπληρώσει προσηκόντως τις δανειακές   του υποχρεώσεις, συνυπολογιζόμενου και του γεγονότος ότι αυτός έβαινε προς συνταξιοδότηση. Εξάλλου όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τον αιτούντα (εκκαλούντα) βεβαιώσεις οφειλών των πιστωτριών (τραπεζικών εταιρειών) το 10% της συνολικά ενήμερης δόσης των δανειακών προϊόντων ανέρχεται σε 93,28 ευρώ μηνιαίως και συνεπώς το ύφος της ενήμερης μηνιαίας δόσης που αντιστοιχεί σε όλα τα δανειακά προϊόντα ανέρχεται σε 932,80 ευρώ, δόση στην οποία δεν ήταν δυνατόν να ανταποκριθεί αυτός (ο αιτών-εκκαλών) λαμβανομένων υπόψη των ως άνω αναφερομένων μηνιαίων εισοδημάτων του, (με βάση τα φορολογικά στοιχεία τα οποία ο ίδιος προσκόμισε), τα οποία κατά μέσο όρο σαφώς υπολείπονταν της συνολικά ενήμερης δόσης των προαναφερόμενων δανειακών προϊόντων. Η κρίση του Δικαστηρίου δεν δύναται να αναιρεθεί από το γεγονός ότι από το σύνολο των προαναφερόμενων ετών για δυο εξ αυτών το μηνιαίο εισόδημα του υπερέβη (δι’ ολίγου) το ποσό των 1.000,00 ευρώ καθώς αυτό δεν αποτελεί ασφαλές και σταθερό κριτήριο για το ύψος των εισοδημάτων του. Σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών του, ήτοι ποσό της τάξης των 62.337,84 ευρώ προέρχονται από καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Ο προτεινόμενος καθ’ υποφοράν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από τον αιτούντα (εκκαλούντα) ισχυρισμός, ότι η πιστώτριες τράπεζες χορήγησαν σε αυτόν τα επίδικα δανειακά προϊόντα, στα πλαίσια μιας επιθετικής πρακτικής προώθησης των πιστώσεων και κατά παράβαση των όρων της δια του άρθρου 8 της ΚΥΑ Ζ1-699/Φ.Ε.Κ. Β’-917/2010 υποχρέωσης των τραπεζών για τον λεγόμενο «υπεύθυνο δανεισμό, γεγονός το οποίο σαφώς συνετέλεσε στην υπερχρέωση του, επί του οποίου επιχειρείται να θεμελιωθεί η αντένσταση συντρέχοντας πταίσματος (άρθρο 300 ΑΚ) είναι απορριπτέος. Τούτο δε διότι αφενός μεν για την ευδοκίμηση της σχετικής αντένστασης του οφειλέτη, απαιτείται η ύπαρξη προφανούς δυσαναλογίας μεταξύ των υποχρεώσεων που ανέλαβαν οι δανειολήπτες και των οικονομικών τους δυνάμεων κατά το χρόνο ανάληψης των εν λόγω υποχρεώσεων, στοιχεία που όμως ουδόλως επικαλείται εν προκειμένω ο αιτών (εκκαλών). Σε κάθε περίπτωση δε, ενδεχόμενη παράλειψη από την πλευρά του πιστωτή να ενεργήσει επισταμένη έρευνα, πριν χορηγήσει την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως ότι ο πιστωτής θα πρέπει να αναλάβει άνευ άλλου τινός τον κίνδυνο της ματαίωσης της ικανοποίησης των απαιτήσεων του από την επελθούσα αδυναμία πληρωμών του δανειολήπτη, ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο πιστωτής έχει προνοήσει να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο αυτό με την επίτευξη εμπράγματων εξασφαλίσεων, όπως στην προκειμένη περίπτωση έπραξαν τινές εκ των εφεσιβλήτων-καθ’ ων η αίτηση, κατά τα προαναφερόμενα […]. Ας σημειωθεί επίσης ότι η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να προβαίνουν σε υπεύθυνο δανεισμό θεσμοθετήθηκε μόλις το έτος 2010, με την Ζ1-699/23.06.2010 Κ.Υ.Α. 83, το ίδιο έτος δηλαδή κατά το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή και ο Ν. 3869/2010 και διακόπηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου οι δανειοδοτήσεις από τα πιστωτικά ιδρύματα λόγω της χρηματοοικονομικής κρίσης, πέραν του γεγονότος ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 αυτής, εξαιρείται πληθώρα δανειακών συμβάσεων από την εφαρμογή της, ενώ, σύμφωνα και με το άρθρο 8 παρ. 3 αυτής, αν ο πιστωτικός φορέας παραβιάσει υπαίτια τις υποχρεώσεις του κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού, ο καταναλωτής απαλλάσσεται από το συνολικό κόστος της πίστωσης, περιλαμβανομένων των τόκων, έχει ωστόσο την υποχρέωση να καταβάλει το ποσό του κεφαλαίου. Κατά συνέπεια, αποδείχθηκε ότι ο αιτών (εκκαλών) δολίως περιήλθε σε αδυναμία πληρωμής των χρεών του, διότι δίχως να επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια και σύνεση και δίχως να συνεκτιμήσει ότι η όποια απόφαση περί τραπεζικού δανεισμού συναρτάται με τις οικονομικές δυνατότητες εκάστου και οφείλει να λαμβάνεται εντός αυτών, αυτός προέβη στην σύναψη των ως άνω δανειακών συμβάσεων έχοντας προηγουμένως λάβει υπόψη του και σταθμίσει το ενδεχόμενο της μη εξυπηρέτησης των χρεών του και της αδυναμίας αποπληρωμής αυτών στο μέλλον (καθόσον αναλάμβανε υπέρμετρες υποχρεώσεις σε σχέση με τα εισοδήματα του και τις εν γένει οικονομικές του δυνατότητες), αποφασίζοντας ωστόσο να προχωρήσει αψηφώντας τις συνέπειες, δεκτής γενομένης ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης της προβληθείσας και πρωτοδίκως σχετικής και ορισμένης ένστασης δόλου εκ μέρους της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «… Α.Ε.». Η δε κατάφαση της αποδειχθείσας ως άνω δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του αναιρεί για αυτόν την ιδιότητα του καλόπιστου υπερχρεωμένου οφειλέτη που δικαιούται να υπαχθεί στις προστατευτικές διατάξεις του Ν. 3869/2010. Κατόπιν τούτου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής των οφειλών τους στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 και η αίτηση του πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι ο αιτών περιήλθε δολίως σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του οφειλών, κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης που προέβαλε νόμιμα η ως άνω αναφερόμενη εφεσίβλητη ως ουσία βάσιμης και απέρριψε την κρινόμενη αίτηση ως ουσία αβάσιμη, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, με συμπλήρωση της αιτιολογίας του από το παρόν Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 534 του ΚΠολΔ. Μετά ταύτα, απορριπτέοι τυγχάνουν οι ως άνω λόγοι έφεσης, ενώ μη υφιστάμενου άλλου λόγου έφεσης με τον οποίο να πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και η έφεση στο σύνολο της». Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε τυπικά την έφεση του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος και αφού έκρινε ότι η ως άνω προταθείσα από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, ένσταση περί δόλου του αναιρεσείοντος είναι ορισμένη, δέχθηκε την ένσταση αυτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, κρίνοντας ειδικότερα ότι ο αναιρεσείων περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών από δικό του ενδεχόμενο δόλο και έτσι επικύρωσε την εκκαλουμένη πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχαν γίνει δεκτά τα ίδια. Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο, όμως, οι προβληθείσες ως άνω ενστάσεις από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, περί δόλιας περιέλευσης του αιτούντος – αναιρεσείοντος σε αδυναμία πληρωμών, είναι απαράδεκτες, λόγω αοριστίας, διότι αμφότερες οι ως άνω πιστώτριες τράπεζες και ήδη πρώτη και τρίτη των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες είχαν, κατά το νόμο, το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως του δόλου του αναιρεσείοντος – οφειλέτη, παραλείπουν, κατά την προβολή της ενστάσεως τους αυτής να αναφέρουν: α) το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε να λάβει, β) το χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών, ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, δ) τη μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει και ε) τα έξοδα διαβιώσεως του, ώστε σε συνδυασμό και με τα εισοδήματα του κατά το χρόνο λήψεως των δάνειων, να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Σημειώνεται ότι η αναφορά στις προτάσεις της πρώτης αναιρεσίβλητης μόνο του συνολικού ύψους των χρεών του αναιρεσείοντος κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αιτήσεως του και των εισοδημάτων του κατά το έτος 2011, ουδόλως επαρκούν, κατά τα προεκτιθέμενα, για να καταστήσουν ορισμένη την εν λόγω προταθείσα από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, ένσταση περί δόλου του αναιρεσείοντος. Κρίνοντας, επομένως, το άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ως ορισμένη και παραδεκτή την προβληθείσα από τις ως άνω αναιρεσίβλητες ένσταση περί δόλιας περιελεύσεως του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των δανειακών του υποχρεώσεων, και απορρίπτοντας το σχετικό λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος περί αοριστίας της ενστάσεως αυτής, παραβίασε, ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 “περί ρυθμίσεως οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων” και 330 του ΑΚ, διότι αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010. Συνεπώς, ο συναφής πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων της κρινόμενης αιτήσεως, καθόσον η αναιρετική εμβέλεια του παραπάνω λόγου (που έγινε δεκτός) στο σύνολο της προσβαλλομένης με την αναίρεση αποφάσεως, καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λόγων αυτών.

Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, κατά παραδοχή, ως βάσιμου, του προαναφερόμενου λόγου της, και να αναιρεθεί η πληττόμενη απόφαση. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 αυτού, για τα κατατιθέμενα, από 1-1-2016, ένδικα μέσα). Στην παρούσα απόφαση δεν θα περιληφθεί διάταξη για δικαστικά έξοδα, κατά το άρθρο 746 ΚΠολΔ, έστω και αν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται, όπως προεκτέθηκε, κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας, γιατί η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου αυτού, καθώς επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση που προβλέπει το άρθρο 8 παρ. 6 εδάφ. β’ του παραπάνω Ν. 3869/2010, κατά το οποίο “…Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται”, η οποία εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 507/2020, ΑΠ 1400/2019, ΑΠ 1379/2019, ΑΠ 882/2019, ΑΠ 156/2018. ΑΠ 1208/2017).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 2448/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε ως Εφετείο.

-Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο πιο πάνω Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση. Και

-Διατάσσει την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του παραβόλου που έχει καταθέσει.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Ιουνίου 2022.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 7 Σεπτεμβρίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                 Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ